menu_open Columnists
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close

HotDoc.History: Νεοφιλελευθερισμός, το λυκόφως του αστισμού;

4 0
26.11.2025

Το πρόβλημα της συνέχειας, ή μη, των τομών ή και των ρήξεων μεταξύ του κλασικού φιλελεύθερου προτύπου και του νεοφιλελεύθερου κοσμοείδωλου, το οποίο κυριαρχεί στις πολιτικοοικονομικές στρατηγικές του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου κόσμου, καθίσταται στις ημέρες μας ένα καίριο επιστημολογικό-θεωρητικό ερώτημα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η πολύπλευρη κρίση, η οποία είχε αφετηρία το χρηματοπιστωτικό σύστημα, απαιτεί σύνθετες θεωρητικές αλλά και πρακτικές απαντήσεις.

Είναι γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο πρότυπο επιδιώκει να θεμελιώσει και να «νομιμοποιήσει» βασικές μεθοδολογικές αρχές του και επιλογές στο κλασικό φιλελεύθερο πρότυπο, εμμένοντας στην άποψη ότι το ίδιο αποτελεί «προϊόν» μιας γραμμικού χαρακτήρα εξέλιξης που αποκτά νομοτελειακό χαρακτήρα.

Όμως στην πραγματικότητα, όπως θα εκθέσουμε στη συνέχεια, το κλασικό φιλελεύθερο και το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα αλληλοκαλύπτονται μόνο μερικώς και ατελώς, ενώ οι ισχυρές αντινομικές σχέσεις που εμφανίζονται μεταξύ τους προσομοιάζουν, σε έναν βαθμό, με αντιπαραθέσεις μεταξύ αντίπαλων παραδειγμάτων (κατά την εννοιολόγηση του Τ. Κuhn).

Η ασυνέχεια ή και η ρήξη αυτή η οποία εμφανίζεται μεταξύ του υποδείγματος που συγκροτούν οι παραδοχές του Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) και των σύγχρονων θεωρητικών αντιλήψεων του νεοφιλελεύθερου προτύπου, όπως αυτές εκφράζονται από τους Φρίντριχ Άουγκουστ Χάγεκ (Friedrich August Hayek) και Ρόμπερτ Νόζικ (Robert Nozick) εκκινεί από τη θεμελιώδη γνωσιοθεωρητική παραδοχή του νεοφιλελεύθερου πρότυπου που ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τη συνολική κοινωνικοοικονομική δομή. Η βασική αυτή θεώρηση διασπά το αντικείμενο της έρευνας σε επιμέρους στοιχεία τα οποία το πρότυπο αυτό επιλέγει ως άξια να ερευνηθούν σύμφωνα με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του επιστήμονα.

Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση αναδεικνύει ταυτόχρονα και την προβληματική γένεσης των ατομικών δικαιωμάτων και της ατομικής ιδιοκτησίας στις νεωτερικές κοινωνίες. Στις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις η ατομική ιδιοκτησία αναγνωρίζεται ως «ιδρυτικός όρος» και ανάγεται σε υπεριστορικές διαδικασίες, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό τον χαρακτήρα πρωτογενούς φυσικού δικαιώματος.(1)

Οι σημερινές νεοφιλελεύθερες προσεγγίσεις αναγνωρίζουν την ατομική ατομική ιδιοκτησία ως «ιδρυτικό όρο» με υπεριστορικές διαδικασίες

Σύμφωνα με τη θεμελιώδη αυτή παραδοχή η ατομική ιδιοκτησία δεν προκύπτει ιστορικά ως συνέπεια της διαδικασίας εξέλιξης του καταμερισμού της εργασίας και των ιστορικών όρων της κοινωνικής αναπαραγωγής. Στο σημείο αυτό παρατηρείται μια σημαντική ρήξη του νεοφιλελεύθερου με το κλασικό φιλελεύθερο πρότυπο, αφού η ατομική ιδιοκτησία δεν αναδύεται ως ιδιαίτερος εσωτερικός όρος της συλλογικής κοινωνικής πράξης που αφορά την καθολική κοινωνική αναπαραγωγή και αποσυνδέεται αυτονόητα από τα κοινά δικαιώματα κατοχής. Συνακόλουθα στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο τα ατομικά δικαιώματα αποδεσμεύονται από τα ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως αυτά θεσπίστηκαν στον σύγχρονο κόσμο. Οι ατομικές σκοποθεσίες τίθενται εκτός της προβληματικής των όρων της κοινωνικής αναπαραγωγής και της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Στην κλασική θεωρητική προσέγγιση του φιλελεύθερου επιχειρήματος η θεωρία της αξίας ανάγεται σε ένα μακροθεωρητικό επίπεδο ως αποτέλεσμα των ιστορικών μορφών τις οποίες προσλαμβάνουν ο καταμερισμός της εργασίας και οι παραγωγικές δομές. Κατά συνέπεια το ελεύθερο πράττειν στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων συνδέεται με το αίτημα της ισονομίας, η οποία θεμελιώνεται στην ιδέα της συμπάθειας, δηλαδή σε ένα ηθικοπολιτικό πλαίσιο που αναπτύσσεται μέσα στο ίδιο πεδίο της οικονομικής, ανταγωνιστικής, δραστηριότητας.

Αντίθετα, στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο πρότυπο η θεωρία της αξίας εξατομικεύεται και αποσυνδέεται από τα μακροθεωρητικά πλαίσια που αναφέρονται έμμεσα στη σχέση πολιτικής και οικονομίας. Η υποκειμενικοποίηση αυτή της έννοιας της αξίας αντλεί τη θεωρητική νομιμοποίησή της από το βεμπεριανό παράδειγμα και ολοκληρώνεται με τις επεξεργασίες και θέσεις της αποκαλούμενης αυστριακής οικονομικής επιστήμης (Ludwig von Mises, F. A. Hayek, R. Nozick). Με τον τρόπο αυτό η υποκειμενική αντίληψη του δρώντος αποτελεί τη βάση υπολογισμού της αξίας ενός αγαθού, δηλαδή της τιμής του, ως ένα είδος (μη δυνάμενου να αναλυθεί περαιτέρω) «φυσικού δικαιώματος» αποσυνδεόμενο από τις κοινωνικές διεργασίες.

Στον «σκληρό» οντολογικό πυρήνα της θεωρητικής προσέγγισης του Α. Σμιθ προκύπτει ένας σημαντικός δυϊσμός. Στη μια κατεύθυνση η ερμηνεία της θεωρίας της αξίας οδηγεί στην πλήρη αποδέσμευση του οικονομικού από το πολιτικό στοιχείο. Η εργασία αναγνωρίζεται ως «καθαρή» οικονομική κατηγορία, ως συντελεστής της οικονομικής αξίας του προϊόντος και αποσυνδέεται από τους ιστορικοκοινωνικούς όρους που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία της σύνολης αναπαραγωγής. Αντίθετα η άλλη εκδοχή παραπέμπει σ’ ένα είδος «φυσικού δικαίου» από το οποίο απορρέει η «φυσική τιμή» του προϊόντος. Η φυσικοδικαιική θεμελίωση όμως οδηγεί σ’ έναν τύπο «φυσικού δικαιώματος» στο πλαίσιο του οποίου η κρατική παρέμβαση νομιμοποιείται όταν τίθεται σε διακινδύνευση η ισορροπία του «φυσικού συστήματος», όταν απειλείται η «φυσική τάξη» της κοινωνίας και του οικονομικού πεδίου από πρακτικές που ακυρώνουν ή και υπονομεύουν το πλαίσιο των ηθικοκοινωνικών όρων της «συμπάθειας».

Με βάση αυτή την πρωταρχική αρχή του «φυσικού συστήματος» αναπτύσσονται και οι αντιλήψεις του Α. Σμιθ για την ανάγκη παρέμβασης του κράτους προς διαφύλαξη των ισορροπιών μεταξύ των κοινωνικών τάξεων αλλά και μεταξύ των οικονομικών λειτουργιών στο πεδίο της αγοράς.

Η μια κατεύθυνση περιλαμβάνει τις παρεμβάσεις εκείνες που κρίνονται αναγκαίες για την ενίσχυση και πρόοδο των οικονομικών σχέσεων και αναφέρεται σε κρατικές δαπάνες για τη δημιουργία υποδομών, την κατασκευή δημοσίων έργων, δαπάνες για την εκπαίδευση, αλλά και για την ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης.

Η κοινωνία, κατά τον Α. Σμιθ, δεν αποτελεί πεδίο συνύπαρξης μεμονωμένων ατόμων. Οι ατομικές δραστηριότητες σχετίζονται και λειτουργούν στο πλαίσιο του ευρύτερου καταμερισμού της εργασίας, ο οποίος περιλαμβάνει και τη βασική διάκριση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Όμως το σύνολο αυτό δεν αποκτά οργανικότητα, δεν αναφερόμεθα σ’ ένα οργανικό «Όλο» το οποίο θεμελιώνεται σε δεσμευτικά αξιακά και ηθικο/κανονιστικά προτάγματα που αναδύονται από τον ιστορικοκοινωνικό αυτό σχηματισμό, όπως συμβαίνει σε θεμελιώσεις μαρξικού χαρακτήρα.

Η «φυσική τιμή» των προϊόντων αποτελεί στοιχείο διάστασης μεταξύ κλασικής και νεοφιλελεύθερης σκέψης

Η αντίληψη του Α. Σμιθ περί «φυσικού συστήματος» νομιμοποιεί την κρατική παρέμβαση όχι μόνο σε μια «θετική» κατεύθυνση, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αλλά και «αρνητικά» σε περιπτώσεις υπονόμευσης των ισορροπιών και ακύρωσης του ανταγωνισμού μέσω μονοπωλιακών μορφών δράσης της αγοράς.(2)

Η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να οδηγήσει, κατά τον Α. Σμιθ, στη διαμόρφωση της τιμής των προϊόντων μέσω του «υγιούς» ανταγωνισμού, κοντά στο επίπεδο........

© Documento