HotDoc.History: Ο νεοφιλελευθερισμός βλάπτει σοβαρά την ανάπτυξη
Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973 παρατηρείται μια ιδιαίτερη περίοδος στην ιστορία εξέλιξης του δυτικού καπιταλισμού. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από εκτεταμένο κρατικό παρεμβατισμό κεϊνσιανού τύπου. Το κράτος μέσω της δημοσιονομικής, νομισματικής, εισοδηματικής, βιομηχανικής και εμπορικής πολιτικής του όσο και μέσω των κρατικών επιχειρήσεών του ανέλαβε να ενισχύσει την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση. Η περίοδος αυτή ονομάζεται «Χρυσή Εποχή του Καπιταλισμού» καθώς οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες γνώρισαν ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης, αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και ταχύτατο τεχνολογικό μετασχηματισμό. Παράλληλα υπήρξε άνοδος του γενικού βιοτικού επιπέδου η οποία συνοδεύτηκε από σημαντική άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Η διεθνής οικονομική δραστηριότητα επιπλέον και κυρίως το διεθνές εμπόριο γνώρισαν άνθιση σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της «Χρυσής Εποχής» συνοδεύτηκε από ελεγχόμενα επίπεδα δημοσίου και ιδιωτικού χρέους. Επιπλέον στις ώριμες καπιταλιστικές οικονομίες δημιουργείται το κράτος κοινωνικής πρόνοιας ενώ εμπεδώνονται και διευρύνονται οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μετά το 1945 λοιπόν εισερχόμαστε σε μια ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου ο οποίος ανατροφοδοτείται από νέους τομείς, όπως της ατομικής ενέργειας, των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, της σύγχρονης αεροναυπηγικής κ.λπ. Σε αυτό το μακρύ ανοδικό κύμα πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ οι οποίες εξελίσσονται σε ατμομηχανές της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Τη δεκαετία του 1950 λοιπόν οι χώρες του ΟΟΣΑ εμφάνιζαν μέση ετήσια πραγματική μεγέθυνση πάνω από 4% ενώ τη δεκαετία του 1960 το εν λόγω μέγεθος άγγιζε το 5%.
Ίδια επεξεργασία, πηγή δεδομένων: Παγκόσμια Τράπεζα
Σε σημαντικό βαθμό η αναπτυξιακή δυναμική της περιόδου 1945-1971 βασίστηκε στο σύστημα του Μπρέτον Γουντς (Bretton Woods – ΒW), του οποίου βασικός αρχιτέκτονας υπήρξε ο Τζ.Μ. Κέινς (J.M.Keynes), και των θεσμών που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιό του. Τέτοιοι θεσμοί ήταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) που ιδρύθηκε το 1947. Το σύστημα του BW προέβλεπε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ και αμετάβλητη τιμή του χρυσού σε δολάρια ($35/ουγκιά). Το δολάριο συνεπώς απέκτησε σταθερή και εγγυημένη σχέση με τον χρυσό. Ως εκ τούτου έγινε το βασικό αποθεματικό νόμισμα διεθνώς. Οι χώρες που συμμετείχαν στο BW είχαν επιπλέον το δικαίωμα να πωλούν δολάρια στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ προκειμένου να λαμβάνουν χρυσό. Τα κράτη που αντιμετώπιζαν ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους μπορούσαν, με τη σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ, να αναπροσαρμόσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία τους προκειμένου να «θωρακίσουν» την εγχώρια παραγωγή τους, να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους κ.λπ. Η βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών έγινε επισήμως διακρατική ευθύνη μέσω του ΔΝΤ. Εφόσον όμως οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ορίζονταν με βάση το δολάριο, η αχίλλειος πτέρνα του συστήματος αυτού ήταν η ίδια η «ακαμψία» του δολαρίου.
Το νομισματικό σύστημα του BW λοιπόν ήταν κατά βάση ένα σύστημα «προσαρμοζόμενων αναλογιών» έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Την εποπτεία του νέου νομισματικού συστήματος ανέλαβε το ΔΝΤ. Στο Ταμείο παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα παροχής βραχυπρόθεσμων πιστώσεων στα μέλη του με στόχο τη διατήρηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών κ.ο.κ. Οι πόροι του Ταμείου προέρχονταν από τις αναλογικές εισφορές των χωρών μελών του. Μέσω της GATT άρθηκαν οι μεσοπολεμικοί εμπορικοί φραγμοί, μειώθηκε το κόστος των συναλλαγών και δημιουργήθηκε ένα νέο σύστημα ελεύθερου διεθνούς εμπορίου. Παράλληλα όμως η GATT, αντίθετα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), έδινε τη δυνατότητα στις αντισυμβαλλόμενες εθνικές οικονομίες να προσαρμόζουν την εμπορική πολιτική τους ακόμα και να «προστατεύουν» ζωτικούς τομείς της οικονομίας τους.
Το 1950-1973 η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου άγγιζε κατά μέσο όρο το 8,2% σε ετήσια βάση. Το σύστημα του BW παράλληλα έδινε τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη του να ελέγχουν τις κεφαλαιακές ροές ώστε να μην εμφανιστούν αποσταθεροποιητικά φαινόμενα όπως στον μεσοπόλεμο. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διατήρησαν κεφαλαιακούς ελέγχους μέχρι τη δεκαετία του 1980. Ακόμα και η Συνθήκη της Ρώμης (1957) για τη δημιουργία της ΕΟΚ δεν αμφισβήτησε αυτό το δικαίωμα των οικονομιών που συμμετείχαν στην Κοινότητα. Οι ΗΠΑ, παρότι δεν χρησιμοποιούσαν κεφαλαιακούς ελέγχους μέχρι τότε, το 1963 επέβαλαν ειδικό φόρο στα επιτόκια καταθέσεων. Ως αποτέλεσμα των άνωθεν το 1945-1971 υπήρξε περίοδος αξιοσημείωτης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Το σύστημα του ΒW λοιπόν δημιούργησε ένα σταθερό περιβάλλον διεθνών συναλλαγών που επέτρεψε την ενίσχυση της πολύμορφης διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας, περιόριζε την αβεβαιότητα και ταυτόχρονα έδινε μεγαλύτερα περιθώρια στις εθνικές οικονομίες να χαράσσουν τη δική τους πολιτική. Αυτό επέτρεψε τις αναπτυγμένες οικονομίες να δώσουν προτεραιότητα σε εσωτερικούς μακροοικονομικούς στόχους. Παράλληλα το BW ελαχιστοποιούσε τα περιθώρια κερδοσκοπίας επί του συναλλάγματος και προσέδιδε μεγαλύτερη ισορροπία στο διεθνές εμπόριο μεταξύ ελλειμματικών και πλεονασματικών οικονομιών. Στο εν λόγω σύστημα επιπλέον, οι εμπορικοί και οι συναλλαγματικοί πόλεμοι αποτρέπονταν.
Ίδια επεξεργασία, πηγή δεδομένων: Παγκόσμια Τράπεζα
Αναμφίβολα η καπιταλιστική ανάπτυξη και η σταθερότητα στη Δυτική Ευρώπη –πέρα από το σύστημα του BW και την «κεϊνσιανή συναίνεση»– υποβοηθήθηκε και από την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Η διαδικασία της «περιφερειακής ολοκλήρωσης» της Δ. Ευρώπης έλαβε χώρα υπό τον στρατηγικό σχεδιασμό των δυτικοευρωπαϊκών πολιτικοοικονομικών ελίτ και υπό την έγκριση των ΗΠΑ. Τα αμέσως επόμενα μεταπολεμικά χρόνια οι ευρωπαϊκές ελίτ επεδίωξαν την ανοικοδόμηση της........





















Toi Staff
Sabine Sterk
Gideon Levy
Penny S. Tee
Mark Travers Ph.d
John Nosta
Daniel Orenstein
Beth Kuhel