Κόραξ νοσῶν ἔφη τῇ μητρί· «Μῆτερ, εὔχου τῷ θεῷ καὶ μὴ θρήνει». Ἡ δ’ ὑπολαβοῦσα ἔφη· «Τίς σε, ὦ τέκνον, τῶν θεῶν ἐλεήσει; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη;».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ πολλοὺς ἐχθροὺς ἐν βίῳ ἔχοντες οὐδένα φίλον ἐν ἀνάγκῃ εὑρήσουσιν.

[Ένας κόρακας αρρώστησε βαριά. Κι έλεγε στη μάννα του: «μάννα, μην κλαις! Μόνο προσευχήσου στους θεούς και θα γίνω καλά».

Κι η μάννα του: «Ποιος θεός θα σε λυπηθεί και θα σου δείξει συμπαράσταση; Από ποιανού θεού τη θυσία εσύ δεν έκλεψες κρέας;».

Ο μύθος διδάσκει πως, όσοι έχουν πολλούς εχθρούς, στην ώρα τής ανάγκης τους δεν θα βρουν κανέναν ως συμπαραστάτη. Δηλαδή, αν κάποιος άνθρωπος, λόγω τής συστηματικά κακής διαγωγής του, χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, είναι αναμενόμενο ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν κάποια στιγμή πιεστεί από την ανάγκη, να βρεθεί παντέρημος κι εγκαταλελειμμένος απ’ τους πάντες].

Κόραξ τροφῆς ἀπορῶν, ὡς ἐθέασατο ὄφιν ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ κοιμώμενον, τοῦτον καταπτὰς ἥρπασε. Τοῦ δὲ ἐπιστραφέντος καὶ δακόντος αὐτόν, ἀποθνῄσκειν μέλλων, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε δείλαιος, ὅστις τοιοῦτον ἕρμαιον εὕρηκα ἐξ οὗ καὶ ἀπόλλυμαι».

Οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ’ ἄνδρα ὅς διὰ θησαυροῦ εὕρεσιν καὶ περὶ σωτηρίας ἐκινδύνευσεν.

[Ένας κόρακας δεν είχε τίποτα να φάει. Κάποια στιγμή είδε ένα φίδι που κοιμόταν σε κάποιο μέρος στη λιακάδα. Αμέσως λοιπόν – και νομίζοντας το φίδι νεκρό – έκαμε βουτιά από ψηλά προς το έδαφος και τ’ άρπαξε. Όμως το φίδι σήκωσε κεφάλι, και τού ’ριξε μια δαγκωματιά.

Την ώρα που ο κόρακας ξεψυχούσε, ανέκραξε: «Αλίμονό μου ο δυστυχής! Νόμιζα πως έκαμα την τύχη μου, αλλά βρήκα το χαμό μου!».

Ο μύθος αυτός μπορεί να ειπωθεί είτε για άνθρωπο ριψοκίνδυνο που, προκειμένου να «πιάσει την καλή», θέτει σε κίνδυνο και την ίδια τη ζωή του είτε για άνθρωπο που, ενώ αναμένει θετικές εξελίξεις, ωστόσο στην πορεία άλλη έκβαση έχουν αυτές.

Παροιμίες: «Επήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος», «Πήγαμε να σκιάξωμε και μας επατάγωσαν[1]» (Γιάννενα). «Αντίς για λαγόν έβγαλ’ αρκούδα» (Γιάννενα). «Αντί να της βάλουν φρύδια τής έβγαλαν τα μάτια» (Γιάννενα). «Επήα να πιάσω κι επιάσαν με./Επήε για πεταλίδες κι εχάσεν το μαχαίρι./Επήε να βήξη κι εκλάστη./Επήε να δείρη κι εδείραν τον./Κάποιος επήε να ξυρίση κι εξυρίσαν τον» (Αμοργός). «Επέτασεν ο κουτσουφός[2] κι επήρε και το ράμμα[3]» (Κάρπαθος). «Επέτασεν ο κολιανός[4] κ' επήρεγ και το ράμμα» (Σύμη). «Εδιάηκα[5] 'ια μαλλί κι ήβγηκα κουρεμένος» (Νάξος). «Πήγαμι για πιταλίδες[6] κι χάσαμι του μαχαίρ'» (Κων/πολη). «Κωλού, βυζού είν’ η νύφη μας κι ανίδιος[7] ο γαμπρός μας» (Κέρκυρα). Αρχαίες ρήσεις: «Κάμηλος επιθυμήσασα κεράτων και τα ώτα προσαπώλεσεν». «Αντί πέρκης σκορπίον». «Εταίραν αντί νύμφης». «Φάτταν αντί περιστεράς». «Αἱροῦντες ᾑρήμεθα: ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων κρατεῖν τινων καὶ ὑπ᾿ ἐκείνων ἁλόντων» (Ζηνοβίου). Ισπανική: «Fue a por lana y salió trasquilado» (Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος)].

Κόραξ ἐν παγίδι κρατηθεὶς ηὔξατο τῷ Ἀπόλλωνι λιβανωτὸν ἐπιθύσειν, εἰ τῆς παγίδος αὐτὸν ῥύσειε. Σωθεὶς δὲ τῆς ὑποσχέσεως ἐπελάθετο. Αὖθις δὲ ἐν ἑτέρᾳ παγίδι ληφθείς, ἀφεὶς τὸν Ἀπόλλωνα, τῷ Ἑρμῇ ηὔξατο θῦσαι. Ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν· «Ὦ κάκιστον ζῷον, πῶς σοι πιστεύσω, ὅτι πρότερόν σου δεσπότην ἠδίκησας;».

Ὅτι οἱ πρὸς τοὺς εὐεργέτας ἀγνώμονες γενόμενοι ἐν περιστάσει ἐμπεσόντες οὐχ ἕξουσι βοηθούς.

[Ένας κόρακας πιάστηκε σε μια παγίδα. Έταξε στον Απόλλωνα να του θυσιάσει λιβάνι, αν ο θεός τόν ελευθέρωνε απ’ την αιχμαλωσία. Πράγματι, ο Απόλλων τόν ελευθέρωσε απ’ την παγίδα. Όμως ο κόρακας λησμόνησε το τάμα του και δεν πρόσφερε στο θεό ούτε λιβάνι ούτε τίποτα.

Αργότερα ο κόρακας πιάστηκε σε μια άλλη παγίδα. Τότε παράτησε τον Απόλλωνα κι άρχισε να τάζει θυσίες στον Ερμή. Τότε τού εμφανίζεται ο Ερμής και του λέει: «ελεεινό και άθλιο πλάσμα, πώς μπορώ να δείξω πίστη σ’ εσένα που τον πρώτο σου σωτήρα κοροΐδεψες!!».

Δίδαγμα: όσοι δείχνουν αχαριστία και αγνωμοσύνη απέναντι στους ευεργέτες τους, αν τύχει και βρεθούν σε δύσκολη θέση, τότε δεν θα έχουν κανέναν δίπλα τους ως συμπαραστάτη και βοηθό.

Παροιμίες: «Όποιος πρόδωσε τούς πρώτους φίλους του, θα προδώσει και τους δεύτερους» (Χίος). «Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν» (Ψαλμός Δαυΐδ 1.1). «Άγιου και παιδιού μην τάξεις!». «Μηδ’ Άγιου τάξεις το κερίμ, μηδέ μωρού κολίκι» (Χίος). «Στο παιδί και στο γέροντα να μην κάνεις τάματα» (Κέρκυρα)].

Κόραξ κρέας ἁρπάσας ἐπί τινος δένδρου ἐκάθισεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν καὶ βουλομένη τοῦ κρέατος περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτον ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν, λέγουσα καὶ ὡς πρέπει αὐτῷ μάλιστα τῶν ὀρνέων βασιλεύειν, καὶ τοῦτο πάντως ἂν ἐγένετο, εἰ φωνὴν εἶχεν. Ὁ δὲ παραστῆσαι αὐτῇ θέλων ὅτι καὶ φωνὴν ἔχει, ἀποβαλὼν τὸ κρέας μεγάλα ἐκεκράγει. Ἐκείνη δὲ προσδραμοῦσα καὶ τὸ κρέας ἁρπάσασα ἔφη· «Ὦ κόραξ, καὶ φρένας εἰ εἶχες, οὐδὲν ἂν ἐδέησας εἰς τὸ πάντων σε βασιλεῦσαι».

Πρὸς ἄνδρα ἀνόητον ὁ λόγος εὔκαιρος.

[Ένας κόρακας άρπαξε ένα κομμάτι κρέας και κάθισε πάνω σ’ ένα δέντρο για να το φάει. Τον είδε μια αλεπού και ήθελε να βάλει στο χέρι το κρέας. Στάθηκε λοιπόν κάτω απ’ το δέντρο κι άρχισε να εγκωμιάζει τον κόρακα: «τι σωματώδης που είσαι, και πόσο όμορφος, και πόσο θα σου ταίριαζε να γίνεις εσύ βασιλιάς τών πουλιών! Και οπωσδήποτε θα γινόσουν βασιλιάς όλων τών πουλιών, αν διέθετες καί φωνή!». Αυτές τις κολακείες έλεγε η αλεπού στον κόρακα για να τον ξεγελάσει.

Ο κόρακας, θέλοντας να δείξει στην αλεπού ότι διαθέτει καί φωνή, άνοιξε το στόμα του κι έκραξε μ’ όλη τη δύναμή του. Και φυσικά, με το κράξιμο, έπεσε το κρέας απ’ το στόμα του. Αμέσως η αλεπού έτρεξε κι άρπαξε το κρέας.

Ύστερα φώναξε στον κόρακα: «κύριε κόρακα, αν είχες και μυαλό στο άδειο κεφάλι σου, δεν θα σού ’λειπε τίποτα για να γίνεις βασιλιάς τού κόσμου!».

Ο μύθος ταιριάζει για ανόητο άνθρωπο που πέφτει θύμα τής κολακείας.

Παροιμίες: «Όλοι γελούσαν με τ’ αμέ, κι εγώ ήσκουν αφ’ τα γέλια» (Καρδάμυλα). «Όλοι γελούσαν μετά μένα, γέλουμουν κι εγώ μαζί» (Κρήτη). «Όποιος σε καλοπιάνει, κάποια χάρη θέλει από σένα» (Χίος). «Έναι μεγάλη μαλαγάνα[8]» (Βουνός). «Σῦκον αἰτεῖς: αὕτη λέγεται κατὰ τῶν κολακευόντων. Οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι ἐκολάκευον τοὺς γεωργούς, βουλόμενοι παρ᾿ αὐτῶν λαμβάνειν τὰ πρώϊμα σῦκα· οἰωνίζοντο γὰρ αὐτοῖς καὶ πάλιν ἐλθεῖν εἰς νέωτα» (Ζηνοβίου). «Ἀεὶ γεωμόρος[9] ἐς νέωτα[10] πλούσιος» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].

Κολοιόν τις συλλαβὼν καὶ δήσας αὐτοῦ τὸν πόδα λινῷ κάλῳ τῷ ἑαυτοῦ παιδὶ ἔδωκεν. Ὁ δὲ οὐχ ὑπομείνας τὴν μετ’ ἀνθρώπων δίαιταν, ὡς πρὸς ὀλίγον ἀδείας ἔτυχε, φυγὼν ἧκεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλιάν. Περιειληθέντος δὲ τοῦ δεσμοῦ τοῖς κλάδοις, ἀναπτῆναι μὴ δυνάμενος, ἐπειδὴ ἀποθνῄσκειν ἔμελλεν, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἀλλ’ ἔγωγε δείλαιος, ὅστις τὴν παρὰ ἀνθρώπων δουλείαν μὴ ὑπομείνας ἔλαθον ἐμαυτὸν καὶ σωτηρίας στερήσας».

Οὗτος ὁ λόγος ἁρμόσειεν ἂν ἐπ’ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ μετρίων ἑαυτοὺς κινδύνων ῥύσασθαι βουλόμενοι ἔλαθον εἰς μείζονα δεινὰ περιπεσόντες.

[Κάποιος αιχμαλώτισε μια καλιακούδα. Της έδεσε το ποδάρι μ’ έναν λινό σπάγκο και τη χάρισε στο παιδί του ως παιχνίδι. Αλλά το πουλί δε μπορούσε ν’ αντέξει τη ζωή μαζί με ανθρώπους. Έτσι, μόλις βρήκε την ευκαιρία, την κοπάνησε και πέταξε μακριά, προς την παλιά της φωλιά.

Όμως ο σπάγκος, που υπήρχε δεμένος στο πόδι της, μπερδεύτηκε και μπουρδουκλώθηκε ανάμεσα στα κλαδιά, και δεν της επέτρεπε να πετάξει ψηλά. Το πουλί δηλαδή ήταν καταδικασμένο σε αργό και βέβαιο θάνατο. Καθώς λοιπόν την πλησίαζε ο θάνατος, συλλογίστηκε μέσα της: «Πόσο άτυχη είμαι! Δεν άντεξα τών ανθρώπων τη σκλαβιά και δραπέτευσα απ’ αυτούς. Μα να χαθώ έτσι, από δικιά μου απροσεξία!».

Ο μύθος αυτός θα ταίριαζε για συγκεκριμένο είδος ανθρώπων: κάποιοι, ενώ γλυτώνουν από μικροκινδύνους, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ρίχνουν οι ίδιοι τούς εαυτούς των σε πολύ μεγαλύτερα δεινά.

Παροιμίες: «Απ’ αλλού εφογούμεστεν, κι απ’ αλλού μάς ήρτεν!», «Αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες νά ’χει», «Σαν πεθάνω με το βήχα, τύφλες νά ’χει το χτικιό». (Βλέπε και το μύθο Ἀλκύων)].

Κολοιὸς[11] ἰδὼν περιστερὰς ἔν τινι περιστεροτροφείῳ καλῶς τρεφομένας, λευκάνας ἑαυτὸν ἧκεν ὡς καὶ ἀπὸ τῆς αὐτῆς διαίτης μεταληψόμενος. Αἱ δέ, μέχρι μὲν ἡσύχαζεν, οἰόμεναι περιστερὰν αὐτὸν εἶναι, προσίεντο· ἐπειδὴ δέ ποτε ἐκλαθόμενος ἐφθέγξατο, τηνικαῦτα ἀμφιγνοήσασαι αὐτοῦ τὴν φωνὴν ἐξήλασαν αὐτόν. Καὶ ὃς ἀποτυχὼν τῆς ἐνταῦθα τροφῆς ἐπανῆλθε πάλιν πρὸς τοὺς κολοιούς· κἀκεῖνοι οὐ γνωρίζοντες αὐτὸν διὰ τὸ χρῶμα τῆς μετ’ αὐτῶν διαίτης ἀπεῖρξαν αὐτόν. Οὕτω τε δυοῖν ἐπιθυμήσας οὐδὲ μιᾶς ἔτυχεν.

Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ τοῖς ἑαυτῶν ἀρκεῖσθαι, λογιζομένους ὅτι ἡ πλεονεξία πρὸς τῷ μηδὲν ὠφελεῖν πολλάκις καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται.

[Μια καλιακούδα παρατήρησε κάτι περιστέρια που ζούσαν σ’ έναν περιστερώνα και τρώγανε καλά. Άλλαξε λοιπόν κι ίδια το χρώμα της και βάφτηκε άσπρη. Πήγε ν’ ανακατευτεί μαζί τους, νομίζοντας πως έτσι θα έτρωγε κι η ίδια πλουσιοπάροχα σαν τα περιστέρια.

Κι όσον καιρό βέβαια η καλιακούδα κρατούσε το στόμα της κλειστό, τα περιστέρια τη νόμιζαν δικιά τους, και την έκαναν παρέα. Μια μέρα όμως η καλιακούδα ξεχάστηκε κι έβγαλε ένα κράξιμο. Τότε τα περιστέρια την κατάλαβαν απ’ τη φωνή της, και την πέταξαν έξω.

Τότε η καλιακούδα, επειδή έχασε την καλοπέραση δίπλα στα περιστέρια, αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει πίσω κοντά στις άλλες καλιακούδες, στην κανονική της οικογένεια. Όμως οι άλλες καλιακούδες δε μπορούσαν να την αναγνωρίσουν λόγω τού χρώματός της. Οπότε την εμπόδισαν κι αυτές να ζει ανάμεσά τους. Έτσι η καλιακούδα, εκεί που σημάδευε δυο στόχους, δεν πέτυχε κανέναν.

Το ίδιο ισχύει και για μας: πρέπει να αρκούμαστε σ’ ό,τι έχουμε. Και να μη μας διαφεύγει ποτέ ότι η πλεονεξία όχι μόνο δε μας ωφελεί αλλ’ απεναντίας μάς στερεί και όσα ήδη κατέχουμε.

Παροιμίες: «Τό ’χει δίπορτον» (Χίος). «Σήμερα με τον άνεμο κι αύριο με τον άγουρο» (Γιάννενα). «Απόψε με τον τούρτουρον[12] κι αύριον με τον άγουρον[13]» (Αμοργός). «Απόψε με το dούρτουρο κι αύριο με τον άρbουρο[14]» (Νάξος). «Αποσπέρας με τα τούρτουρα, ταχυτέρου με τον άγκουρα» (Κρήτη). «Με του γέρου το τομάρι παίρνεις άντρα παλληκάρι[15]» (Κρήτη). «Να μη τρως κι απ' τα δυό μάγλα[16]» (Σάμος). «Νηρουκάβουρας[17]» (Σάμος). «Ελ λινοπάμπακος[18]» (Κύπρος). «Δίπορτο τόχω[19]» (Κρήτη). Λατινική: ‘Mus uni non fidit antro» (Το ποντίκι δεν βασίζεται σε μια τρύπα μόνο). Πορτογαλική: «É difícil agradar a Gregos e Troianos» (Είναι δύσκολο να ευχαριστήσεις και τους Έλληνες και τους Τρώες)].

Ζεὺς βουλόμενος βασιλέα ὀρνέων καταστῆσαι προθεσμίαν αὐτοῖς ἔταξεν, ἐν ᾗ παραγενήσονται. κολοιὸς δὲ συνειδὼς ἑαυτῷ δυσμορφίαν περιιὼν τὰ ἀποπίπτοντα τῶν ὀρνέων πτερὰ ἀνελάμβανε καὶ ἑαυτῷ περιῆπτεν. ὡς δὲ ἐνέστη ἡ ἡμέρα, ποικίλος γενόμενος ἧκε πρὸς τὸν Δία. μέλλοντος δὲ αὐτοῦ διὰ τὴν εὐπρέπειαν βασιλέα αὐτὸν χειροτονεῖν τὰ ὄρνεα ἀγανακτήσαντα περιέστη καὶ ἕκαστον τὸ ἴδιον πτερὸν ἀφείλετο. οὕτω τε συνέβη αὐτῷ ἀπογυμνωθέντι πάλιν κολοιὸν γενέσθαι.
Oὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ χρεωφειλέται μέχρι μὲν τὰ ἀλλότρια ἔχουσι χρήματα, δοκοῦσί τινες εἶναι, ἐπειδὰν δὲ αὐτὰ ἀποδώσωσιν, ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς ἦσαν εὑρίσκονται.

[Ο Δίας ήθελε να τοποθετήσει βασιλιά στα πουλιά. Έτσι καθόρισε μια προθεσμία για να παρουσιαστούν μπροστά του οι υποψήφιοι. Η καλιακούδα είχε συναίσθηση τού πόσο άσχημη ήταν. Έτσι άρχισε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί και να μαζεύει τα φτερά που έπεφταν κάτω απ’ τα άλλα πουλιά. Τα μάζευε και τα προσκολλούσε πάνω της.

Κι όταν έφτασε η καθορισμένη μέρα για «τα καλλιστεία», η καλιακούδα είχε πια καλυφτεί ολόκληρη με πολύχρωμα φτερά, και, μ’ εκείνη την εικόνα, παρουσιάστηκε μπροστά στο Δία.

Ο Δίας πράγματι, εντυπωσιασμένος απ’ την τόση ομορφιά τής καλιακούδας, ήταν έτοιμος να τη στέψει βασίλισσα τών πουλιών. Όμως τ’ άλλα πουλιά ένοιωθαν αγανάχτηση με την απατεωνιά τής καλιακούδας. Οπότε μαζεύτηκαν γύρω της, και το καθένα ξεκόλλησε και τράβηξε από πάνω της το δικό του φτερό.

Μ’ εκείνο τον τρόπο τήν ξεγύμνωσαν και φάνηκε ξανά αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: μια καλιακούδα και τίποτ’ άλλο.

Δίδαγμα πρώτο: οι χρεωφειλέτες, όσον καιρό κρατάνε τα ξένα χρήματα, νομίζουν πως είναι κάποιοι και παριστάνουν τούς μεγάλους και τρανούς. Όταν όμως αναγκάζονται να τα γυρίζουν πίσω, τότε πια φανερώνεται καθαρά πως «κλάνανε με ξένο κώλο και μνημονεύανε με ξένα κόλλυβα».

Παροιμίες: «Κάμνει τον πλούσιο με δανεικά» (Βουνός). «Με ξένους κώλους κλάννω τζ’ εγιώ» (Κύπρος). «Κλάνει με ξένο κώλο» (Χίος). «Γαμά με ξένα αρχίδια» (Χίος). «Χέζει με ξένο κώλο» (Χίος). «Μάπα το καρπούζι!» (Λαγκάδα). «Εκείνος που παντρεύγεται με ξένα δαχτυλίδια, να πάει να κουρεύγεται με δεκοχτώ ψαλίδια» (Αμοργός). «Το οικοδόμημα εκτίσθη επί της άμμου». (Βλέπε και το μύθο Παιδίον ἐσθίον σπλάχνα).

Δίδαγμα δεύτερο: αρκετοί άνθρωποι δεν έχουν ατομική προσωπικότητα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Απεναντίας, για να γίνονται αποδεκτοί απ’ τον κοινωνικό περίγυρο, υιοθετούν αγελαία χαρακτηριστικά και ακολουθούν τον εκάστοτε συρμό, με αποτέλεσμα όχι μόνο να ομογενοποιούνται και να μαζοποιούνται αλλά και να καθίστανται ενίοτε ο περίγελως τών άλλων. Η μαζοποίηση, δηλαδή η επιδοκιμασία και αποδοχή εκ μέρους τού ατόμου χαρακτηριστικών άβουλης μάζας και η σταδιακή μετάλλαξή του σε παθητικό δέκτη ιδεών και εντολών, αποτελεί σύμπτωμα κυρίως τής εποχής μας και συνιστά τη χειρότερη μορφή αλλοτρίωσης τού σημερινού ανθρώπου.

Παράλληλο κείμενο Α

(Γεώργιος Δροσίνης: Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα…)

Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα

σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.

Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.

Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.

Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,

που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρη.

Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,

κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.

([Δε θέλω του κισσού]. Φωτερά σκοτάδια. Ι.Ν. Σιδέρης, 1915)

Παράλληλο κείμενο Β

(Κων/νος Καβάφης: Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης)

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά•
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κολοιὸς τῷ μεγέθει τῶν ἄλλων κολοιῶν διαφέρων, ὑπερφρονήσας τοὺς ὁμοφύλους, παρεγένετο πρὸς τοὺς κόρακας καὶ τούτοις ἠξίου συνδιαιτᾶσθαι. Οἱ δὲ ἀμφιγνοοῦντες αὐτοῦ τό τε εἶδος καὶ τὴν φωνὴν παίοντες αὐτὸν ἐξέβαλον. Καὶ ὃς ἀπελαθεὶς ὑπ’ αὐτῶν ἧκε πάλιν πρὸς τοὺς κολοιούς. Οἱ δὲ ἀγανακτοῦντες ἐπὶ τῇ ὕβρει οὐ προσεδέξαντο αὐτόν. Οὕτω τε συνέβη αὐτῷ τῆς ἐξ ἀμφοτέρων διαίτης στερηθῆναι.

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τὰς πατρίδας ἀπολιπόντες καὶ τὰς ἀλλοδαπὰς προκρίνοντες οὔτε ἐν ἐκείναις εὐδοκιμοῦσι διὰ τὸ ξένοι εἶναι καὶ ὑπὸ τῶν πολιτῶν δυσχεραίνονται διὰ τὸ ὑπερπεφρονηκέναι αὐτούς.

[Ήταν μια καλιακούδα που ξεπερνούσε όλες τις άλλες σε μέγεθος. Πήραν τα μυαλά της αέρα και δεν καταδεχόταν τα άτομα τού είδους της. Σηκώθηκε λοιπόν να πάει να βρει τα κοράκια και, νομίζοντας η ίδια πως «ήταν με το βασιλιά γενιά», αξίωνε να κατοικήσει μαζί τους.

Οι κόρακες όμως είχαν αμφιβολίες σχετικά με τη μορφή και τη φωνή τής καλιακούδας. Έτσι τής έριξαν ένα γερό βρομόξυλο και την έδιωξαν.

Αποδιωγμένη τώρα η καλιακούδα από τους κόρακες αναγκαστικά επέστρεψε ξανά στη δικιά της ράτσα, στις καλιακούδες. Όμως οι άλλες καλιακούδες ήταν ήδη θυμωμένες μαζί της λόγω τού προηγούμενου σνομπισμού της, και δεν τη δέχονταν πια ανάμεσά τους. Το αποτέλεσμα ήταν η καλιακούδα να είναι ανεπιθύμητη και στους μεν και στους δε: ούτε η φυλή τών κοράκων την ήθελε ούτε η φυλή τών καλιακούδων.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους μετανάστες και εκπατρισμένους τής κάθε εποχής: όσοι εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους και προτιμούν ξένες χώρες – είτε ως οικονομικοί μετανάστες είτε ως πολεμικοί ή πολιτικοί πρόσφυγες, – συνήθως δεν γίνονται αποδεκτοί[20] μήτε ευημερούν στις χώρες υποδοχής τους, επειδή θεωρούνται ξένοι· αλλά ούτε κι από τους συμπατριώτες τους αντιμετωπίζονται με συμπάθεια, είτε επειδή κάποτε εγκατέλειψαν την ιδιαίτερή τους πατρίδα είτε επειδή περηφανεύτηκαν πως είναι ανώτεροι απ’ τους ομοεθνείς τους είτε πάλι επειδή γύρισαν στην παλιά τους πατρίδα έχοντας πλουτήσει στην ξενιτιά.

Παροιμίες: «Ξένος εδώ, ξένος κι εκεί» (Χίος). «Ο ξένος ξινιά μυρίτζει»[21] (Κοινή Χίου). «Ο ξένος ξενιά μυρίζει» (Νάξος). «Κάθε πράμμα σ’ τον τόπον του βαρεί» (Νένητα). «Ο ξένος γάδαρος τρώει λλία τζαι σηκκώνει πολλά[22] (Κύπρος). «Ο ξένος σκύλος έχει την οράν του κάτω» (Κρήτη). «Ο άνθρωπος στην ξενιτειά μήδε φωνή μήδ' ανεπνοιά» (Αμοργός). Ο ξένος εις την ξενειdιάν σα το πουλλί (γ)υρίζει σαν το βασιλικόν αθθεί, μ' αλήθεια δε μυρίζει» (Κάρπαθος). «Ο ξένος μέσ' στην ξενητειά όπου κι αν πάει, ξένος, αν πάει και στον τόπο του, κι εκεί ξενητεμένος./Ο ξένος μέσ΄ στην ξενητειά σαν έρημος γυρίζει, σαν dο βασιλικό π' ανθεί αλλ' όμως δε μυρίζει» (Λέσβος). «Ο ξένος κι ασ σε χαίρεται, δεσ σ' αποκαμαρώνει» (Κάρπαθος). «Ο άδρωπος ο ξένος τζι ο στραβός εν έναν» (Κύπρος). «Την ορφανιά, την ξενιτιά και τον καμόν τού χάρου επιάσαν τσιέ ζυάσαντα τσι’ η ξενιτιά νικά τα» (Κύπρος). «Η ξενιτία μ’ εχώρισεν σαν το κερί εκ το μέλι» (Ανωνύμου, Περί τής ξενιτείας, 268). «ὥσπερ ὅταν ὄρνεον καταπετασθῇ ἐκ τῆς ἰδίας νοσσιᾶς, οὕτως ἄνθρωπος δουλοῦται ὅταν ἀποξενωθῇ ἐκ τῶν ἰδίων τόπων» (Παροιμίαι Σολομώντος, 27. 8). Κι η αντίθετη άποψη: «Η πελεκημένη πέτρα έχει τον τόπο της»[23] (Καλλιμασιά). «Η καντνόπιτρα[24] πάντα καντνόπιτρα μπαίν’» (Σάμος)].

Κολοιὸς λιμώττων ἐπί τινος συκῆς ἐκάθισεν· εὑρὼν δὲ τοὺς ὀλύνθους μηδέπω πεπείρους προσέμενεν ἕως σῦκα γένωνται. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἐγχρονίζοντα καὶ τὴν αἰτίαν παρ’ αὐτοῦ μαθοῦσα ἔφη· «Ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ οὗτος, ἐλπίδι προσέχων, ἥτις βουκολεῖν μὲν οἶδε, τρέφειν δὲ οὐδαμῶς».

[Πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον].

[Μια καλιακούδα υπέφερε πολύ απ’ την πείνα. Πήγε και κούρνιασε πάνω σε μια συκιά. Διαπίστωσε ότι οι καρποί τής συκιάς ήταν άγουροι ακόμα. Κάθισε λοιπόν και περίμενε μέχρι να γίνουν ώριμα τα σύκα.

Μια αλεπού είδε την καλιακούδα, αφού με τις ώρες καθόταν πάνω στο δέντρο, και τη ρώτησε για ποιο λόγο έμενε συνεχώς σκαρφαλωμένη πάνω στη συκιά. Η καλιακούδα τής ανακοίνωσε το λόγο που παρέμενε κολλημένη πάνω στο δέντρο.

Τότε η αλεπού είπε: «καλά, είσαι εντελώς βλαμμένη: βασίζεις τα πάντα στην Ελπίδα! Όμως η Ελπίδα μονάχα να σε ξεγελά μπορεί, κι όχι να σε τρέφει!».

[Ο μύθος για άνθρωπο καβγατζή].

Δίδαγμα: ο άνθρωπος πρέπει να αυτενεργεί και ν’ αναπτύσσει πρωτοβουλίες για την επίλυση τών κάθε είδους προβλημάτων του, κι όχι να αναμένει παθητικά την αρωγή τής τύχης ή την εξ ύψους βοήθεια.

Παροιμίες: «Άγιε μου Γιώργη, βοήθα με να ’φάνω το πανάκι μου! – Κούνα κι εσύ το χέρι σου!» (Χίος). «Ο Θεός δώνει το φαΐ στα πουλιά, μα δε dο βάνει και στην αφωλιά» (Νάξος). «Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει: παροιμία ἐπὶ τοῦ μὴ χρῆναι ἐπὶ ταῖς τῶν θεῶν ἐλπίσι καθημένους ἀργεῖν. Τίθεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ γυναικῶν μάλιστα ὀφειλουσῶν ἐργάζεσθαι· ἡ γὰρ Ἀθηνᾶ ἐργάνη. Εἴρηται δὲ ἀπὸ ὀνηλάτου, οὗ ὁ μὲν ὄνος εἰς πηλὸν ἐπεπτώκει· ὁ δέ, δέον βοηθεῖν, ἐπεκαλεῖτο τὸν Ἡρακλέα. Μέμνηται ταύτης τῆς παροιμίας Εὐριπίδης. Ἕτεροι δέ φασιν ὅτι μέλλων τὶς ἀγωνίσασθαι, χρησμὸν παρὰ τῆς Ἀθηνᾶς εἴληφεν, ὅτι νικήσει· ἐνστάντος δὲ τοῦ ἀγῶνος εἰσελθὼν εἰς τὸ θέατρον καὶ κάτω βαλὼν τὰς χεῖρας εἱστήκει, ἕως τυπτόμενος ὑπὸ τοῦ ἀνταγωνιστοῦ ἐνικήθη» (Ζηνοβίου). (Βλέπε και το μύθο Ἀνὴρ ναυαγός)].

Κοιλία καὶ πόδες περὶ δυνάμεως ἤριζον. Παρ’ ἕκαστα δὲ τῶν ποδῶν λεγόντων ὅτι τοσοῦτον προέχουσι τῇ ἰσχύι ὡς καὶ αὐτὴν τὴν γαστέρα βαστάζειν, ἐκείνη ἀπεκρίνατο· «Ἀλλ’, ὦ οὗτοι, ἐὰν μὴ ἐγὼ τροφὴν ὑμῖν παράσχωμαι, οὐδὲ ὑμεῖς βαστάζειν δυνήσεσθε».

Οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν στρατευμάτων τὸ μηδὲν ἐπὶ τὸ πολὺ πλῆθος, ἐὰν μὴ οἱ στρατηγοὶ ἄριστα φρονῶσιν.

[Μια φορά μάλωναν τα πόδια με την κοιλιά σχετικά με το ποιος απ’ τους δυο είναι ο πιο δυνατός. Τα πόδια, κοντά στα πολλά επιχειρήματα που πρόβαλλαν, αράδιασαν και τούτο: ότι είναι τόσο ανώτερα σε δύναμη που μπορούν να βαστάζουν και την ίδια την κοιλιά.

Όμως η κοιλιά απάντησε στα πόδια: «τι λέτε, βρε ανόητα πόδια! Αν εγώ σταματήσω να δέχομαι τροφή, δε θα μπορέσετε να με βαστάζετε».

Έτσι συμβαίνει και στο στρατό: το πολύ πλήθος στρατού είναι τελείως άχρηστο, αν η ηγεσία τού στρατεύματος δεν παίρνει υγιείς αποφάσεις].

[1] «Πήγαμε να φοβερίσουμε άλλους και τρομοκρατηθήκαμε οι ίδιοι».

σκιάζω:

QOSHE - Αισώπου μύθοι μέρος 34ο - Λεωνίδα Πυργάρη
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Αισώπου μύθοι μέρος 34ο

4 0
03.12.2023

Κόραξ νοσῶν ἔφη τῇ μητρί· «Μῆτερ, εὔχου τῷ θεῷ καὶ μὴ θρήνει». Ἡ δ’ ὑπολαβοῦσα ἔφη· «Τίς σε, ὦ τέκνον, τῶν θεῶν ἐλεήσει; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη;».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ πολλοὺς ἐχθροὺς ἐν βίῳ ἔχοντες οὐδένα φίλον ἐν ἀνάγκῃ εὑρήσουσιν.

[Ένας κόρακας αρρώστησε βαριά. Κι έλεγε στη μάννα του: «μάννα, μην κλαις! Μόνο προσευχήσου στους θεούς και θα γίνω καλά».

Κι η μάννα του: «Ποιος θεός θα σε λυπηθεί και θα σου δείξει συμπαράσταση; Από ποιανού θεού τη θυσία εσύ δεν έκλεψες κρέας;».

Ο μύθος διδάσκει πως, όσοι έχουν πολλούς εχθρούς, στην ώρα τής ανάγκης τους δεν θα βρουν κανέναν ως συμπαραστάτη. Δηλαδή, αν κάποιος άνθρωπος, λόγω τής συστηματικά κακής διαγωγής του, χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, είναι αναμενόμενο ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν κάποια στιγμή πιεστεί από την ανάγκη, να βρεθεί παντέρημος κι εγκαταλελειμμένος απ’ τους πάντες].

Κόραξ τροφῆς ἀπορῶν, ὡς ἐθέασατο ὄφιν ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ κοιμώμενον, τοῦτον καταπτὰς ἥρπασε. Τοῦ δὲ ἐπιστραφέντος καὶ δακόντος αὐτόν, ἀποθνῄσκειν μέλλων, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε δείλαιος, ὅστις τοιοῦτον ἕρμαιον εὕρηκα ἐξ οὗ καὶ ἀπόλλυμαι».

Οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ’ ἄνδρα ὅς διὰ θησαυροῦ εὕρεσιν καὶ περὶ σωτηρίας ἐκινδύνευσεν.

[Ένας κόρακας δεν είχε τίποτα να φάει. Κάποια στιγμή είδε ένα φίδι που κοιμόταν σε κάποιο μέρος στη λιακάδα. Αμέσως λοιπόν – και νομίζοντας το φίδι νεκρό – έκαμε βουτιά από ψηλά προς το έδαφος και τ’ άρπαξε. Όμως το φίδι σήκωσε κεφάλι, και τού ’ριξε μια δαγκωματιά.

Την ώρα που ο κόρακας ξεψυχούσε, ανέκραξε: «Αλίμονό μου ο δυστυχής! Νόμιζα πως έκαμα την τύχη μου, αλλά βρήκα το χαμό μου!».

Ο μύθος αυτός μπορεί να ειπωθεί είτε για άνθρωπο ριψοκίνδυνο που, προκειμένου να «πιάσει την καλή», θέτει σε κίνδυνο και την ίδια τη ζωή του είτε για άνθρωπο που, ενώ αναμένει θετικές εξελίξεις, ωστόσο στην πορεία άλλη έκβαση έχουν αυτές.

Παροιμίες: «Επήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος», «Πήγαμε να σκιάξωμε και μας επατάγωσαν[1]» (Γιάννενα). «Αντίς για λαγόν έβγαλ’ αρκούδα» (Γιάννενα). «Αντί να της βάλουν φρύδια τής έβγαλαν τα μάτια» (Γιάννενα). «Επήα να πιάσω κι επιάσαν με./Επήε για πεταλίδες κι εχάσεν το μαχαίρι./Επήε να βήξη κι εκλάστη./Επήε να δείρη κι εδείραν τον./Κάποιος επήε να ξυρίση κι εξυρίσαν τον» (Αμοργός). «Επέτασεν ο κουτσουφός[2] κι επήρε και το ράμμα[3]» (Κάρπαθος). «Επέτασεν ο κολιανός[4] κ' επήρεγ και το ράμμα» (Σύμη). «Εδιάηκα[5] 'ια μαλλί κι ήβγηκα κουρεμένος» (Νάξος). «Πήγαμι για πιταλίδες[6] κι χάσαμι του μαχαίρ'» (Κων/πολη). «Κωλού, βυζού είν’ η νύφη μας κι ανίδιος[7] ο γαμπρός μας» (Κέρκυρα). Αρχαίες ρήσεις: «Κάμηλος επιθυμήσασα κεράτων και τα ώτα προσαπώλεσεν». «Αντί πέρκης σκορπίον». «Εταίραν αντί νύμφης». «Φάτταν αντί περιστεράς». «Αἱροῦντες ᾑρήμεθα: ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων κρατεῖν τινων καὶ ὑπ᾿ ἐκείνων ἁλόντων» (Ζηνοβίου). Ισπανική: «Fue a por lana y salió trasquilado» (Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος)].

Κόραξ ἐν παγίδι κρατηθεὶς ηὔξατο τῷ Ἀπόλλωνι λιβανωτὸν ἐπιθύσειν, εἰ τῆς παγίδος αὐτὸν ῥύσειε. Σωθεὶς δὲ τῆς ὑποσχέσεως ἐπελάθετο. Αὖθις δὲ ἐν ἑτέρᾳ παγίδι ληφθείς, ἀφεὶς τὸν Ἀπόλλωνα, τῷ Ἑρμῇ ηὔξατο θῦσαι. Ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν· «Ὦ κάκιστον ζῷον, πῶς σοι πιστεύσω, ὅτι πρότερόν σου δεσπότην ἠδίκησας;».

Ὅτι οἱ πρὸς τοὺς εὐεργέτας ἀγνώμονες γενόμενοι ἐν περιστάσει ἐμπεσόντες οὐχ ἕξουσι βοηθούς.

[Ένας κόρακας πιάστηκε σε μια παγίδα. Έταξε στον Απόλλωνα να του θυσιάσει λιβάνι, αν ο θεός τόν ελευθέρωνε απ’ την αιχμαλωσία. Πράγματι, ο Απόλλων τόν ελευθέρωσε απ’ την παγίδα. Όμως ο κόρακας λησμόνησε το τάμα του και δεν πρόσφερε στο θεό ούτε λιβάνι ούτε τίποτα.

Αργότερα ο κόρακας πιάστηκε σε μια άλλη παγίδα. Τότε παράτησε τον Απόλλωνα κι άρχισε να τάζει θυσίες στον Ερμή. Τότε τού εμφανίζεται ο Ερμής και του λέει: «ελεεινό και άθλιο πλάσμα, πώς μπορώ να δείξω πίστη σ’ εσένα που τον πρώτο σου σωτήρα κοροΐδεψες!!».

Δίδαγμα: όσοι δείχνουν αχαριστία και αγνωμοσύνη απέναντι στους ευεργέτες τους, αν τύχει και βρεθούν σε δύσκολη θέση, τότε δεν θα έχουν κανέναν δίπλα τους ως συμπαραστάτη και βοηθό.

Παροιμίες: «Όποιος πρόδωσε τούς πρώτους φίλους του, θα προδώσει και τους δεύτερους» (Χίος). «Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν» (Ψαλμός Δαυΐδ 1.1). «Άγιου και παιδιού μην τάξεις!». «Μηδ’ Άγιου τάξεις το κερίμ, μηδέ μωρού κολίκι» (Χίος). «Στο παιδί και στο γέροντα να μην κάνεις τάματα» (Κέρκυρα)].

Κόραξ κρέας ἁρπάσας ἐπί τινος δένδρου ἐκάθισεν. Ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν καὶ βουλομένη τοῦ κρέατος περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτον ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν, λέγουσα καὶ ὡς πρέπει αὐτῷ μάλιστα τῶν ὀρνέων βασιλεύειν, καὶ τοῦτο πάντως ἂν ἐγένετο, εἰ φωνὴν εἶχεν. Ὁ δὲ παραστῆσαι αὐτῇ θέλων ὅτι καὶ φωνὴν ἔχει, ἀποβαλὼν τὸ κρέας μεγάλα ἐκεκράγει. Ἐκείνη δὲ προσδραμοῦσα καὶ τὸ κρέας ἁρπάσασα ἔφη· «Ὦ κόραξ, καὶ φρένας εἰ εἶχες, οὐδὲν ἂν ἐδέησας εἰς τὸ πάντων σε βασιλεῦσαι».

Πρὸς ἄνδρα ἀνόητον ὁ λόγος εὔκαιρος.

[Ένας κόρακας άρπαξε ένα κομμάτι κρέας και κάθισε πάνω σ’ ένα δέντρο για να το φάει. Τον είδε μια αλεπού και ήθελε να βάλει στο χέρι το κρέας. Στάθηκε λοιπόν κάτω απ’ το δέντρο κι άρχισε να εγκωμιάζει τον κόρακα: «τι σωματώδης που είσαι, και πόσο όμορφος, και πόσο θα σου ταίριαζε να γίνεις εσύ........

© ΑΛΗΘΕΙΑ


Get it on Google Play