Ὄνῳ ποτὲ ἀλεκτρυὼν συνεβόσκετο. Λέοντος δ’ ἐπελθόντος τῷ ὄνῳ, ὁ ἀλεκτρυὼν ἐφώνησε· καὶ ὁ μὲν λέων (φασὶ γὰρ τοῦτον τὴν τοῦ ἀλεκτρυόνος φωνὴν φοβεῖσθαι) ἔφυγεν. Ὁ δ’ ὄνος, νομίσας δι’ αὑτὸν πεφευγέναι, ἐπέδραμεν εὐθὺς τῷ λέοντι. Ὡς δὲ πόρρω τοῦτον ἐδίωξεν, ἔνθα μηκέτι ἡ τοῦ ἀλεκτρυόνος ἐφικνεῖτο φωνή, στραφεὶς ὁ λέων τοῦτον κατεθοινήσατο. Ὁ δὲ θνῄσκων ἐβόα· «Ἄθλιος ἐγὼ καὶ ἀνόητος· πολεμιστῶν γὰρ μὴ ὢν γονέων, τίνος χάριν εἰς πόλεμον ἐξωρμήθην;».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ταπεινουμένοις ἐπίτηδες τοῖς ἐχθροῖς ἐπιτίθενται, καὶ οὕτως ὑπ’ ἐκείνων ἀπόλλυνται.

[Κάποτε συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο ένας γάιδαρος μ’ έναν πετεινό (κόκκορα). Ένα λιοντάρι επιτέθηκε στο γάιδαρο για να τον κατασπαράξει. Τότε ο κόκκορας έβγαλε μια δυνατή φωνή, με αποτέλεσμα το λιοντάρι να τρομάξει και να φύγει μακριά (λένε πως τα λιοντάρια φοβούνται τη φωνή τών πετεινών).

Ο γάιδαρος, βλέποντας το λιοντάρι να τρέπεται σε φυγή, πίστεψε εσφαλμένα πως το λιοντάρι έφυγε επειδή φοβήθηκε τον ίδιο. Έτσι ο ανόητος ο γάιδαρος έκαμε την αποκοτιά να κυνηγήσει το λιοντάρι για να το σκοτώσει. Αφού ο γάιδαρος καταδίωξε το λιοντάρι αρκετά μακριά, μέχρι εκεί όπου δεν ακουγόταν πια η φωνή τού κόκκορα, το λιοντάρι στράφηκε πίσω και, φυσικά, κατασπάραξε το γάιδαρο.

Κι ο γάιδαρος ξεψυχώντας έλεγε: «Δυστυχία μου τού ανόητου! Τι ήθελα να παριστάνω το γενναίο πολεμιστή, εγώ που δεν προέρχομαι από πολεμικό σόι!».

Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: όταν βλέπουν τούς εχθρούς τους να ταπεινώνονται και προσωρινά να ηττώνται, αυτοί το παίρνουν πάνω τους κι αποθρασύνονται, με αποτέλεσμα οι εχθροί να τους αφανίζουν πριν καλά καλά το πάρουν είδηση.

Παροιμίες: «Με τους πιο δυνατούς σου μην παίτζεις καρύδια!» (Βουνός). «Με τον καλλίτερό σου κουκιά μη σπέρνεις» (Γιάννενα). «Με τον πιο μεάλο σσου σκόρdα μη φυτεύγεις!» (Ρόδος). «Παίζ' ο κάττος με τομ ποντικόν» (Κύπρος). «Παίζει ο λύκος με τ' αρνί, κακό το 'παθε τ' αρνί» (Κρήτη). «Ἀπὸ μείζονος ἀνδρὸς ἄλευε: ἤτοι φυλάττου· ἰωνικῶς» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].

Ὄνος καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν συνθέμενοι πρὸς ἀλλήλους ἐξῆλθον ἐπὶ ἄγραν. Λέοντος δὲ περιτυχόντος αὐτοῖς, ἡ ἀλώπηξ ὁρῶσα τὸν ἐπηρτημένον κίνδυνον, προσελθοῦσα τῷ λέοντι, ὑπέσχετο παραδώσειν αὐτῷ τὸν ὄνον, ἐὰν αὐτῇ τὸ ἀκίνδυνον ἐπαγγείληται. Τοῦ δὲ αὐτὴν ἀπολύσειν φήσαντος, προσαγαγοῦσα τὸν ὄνον εἴς τινα πάγην ἐμπεσεῖν παρεσκεύασε. Καὶ ὁ λέων ὁρῶν ἐκεῖνον φεύγειν μὴ δυνάμενον, πρῶτον τὴν ἀλώπεκα συνέλαβεν, εἶθ’ οὕτως ἐπὶ τὸν ὄνον ἐτράπη.

Οὕτως οἱ τοῖς κοινωνοῖς ἐπιβουλεύοντες λανθάνουσι πολλάκις καὶ ἑαυτοὺς συναπολλύντες.

[Ο γάιδαρος κι η αλεπού έφτιαξαν συνεταιρισμό, και βγήκαν από κοινού στο κυνήγι. Εκεί που κυνηγούσαν, τους συνάντησε ένα λιοντάρι.

Η πονηρή αλεπού, βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε, πλησίασε το λιοντάρι και του είπε: «εγώ η ίδια θα σου παραδώσω το γάιδαρο να τον φας, αν μου υποσχεθείς πως δεν θα με πειράξεις και θα σωθώ!». – «Εντάξει, δώσε μου τον γάιδαρο να τον φάω, κι εγώ εσένα δεν θα σε πειράξω!» υποσχέθηκε το λιοντάρι στην αλεπού.

Έτσι η αλεπού παραπλάνησε το γάιδαρο και τον οδήγησε σε κάποια παγίδα, σπρώχνοντάς τον να πέσει μέσα.

Το λιοντάρι, όταν βεβαιώθηκε πως ο γάιδαρος ήταν σίγουρη λεία για το ίδιο και πως μπορούσε να τον φάει όποτε ήθελε, και μάλιστα με την ησυχία του, πρώτα πρώτα άρπαξε την αλεπού κι αυτήν κατασπάραξε. Κι αργότερα «περιποιήθηκε κατάλληλα» καί τον γάιδαρο.

Τα ίδια παθαίνουν κι όσοι προδίδουν τούς συντρόφους και συνεργάτες τους: πρώτα οι ίδιοι καταστρέφονται και μετά εκείνοι τούς οποίους αυτοί προδίδουν. Όποιος σκάβει το λάκκο τού συνεργάτη και συντρόφου του, αυτός είναι άνθρωπος που δεν έχει ιερό και όσιο. Και πάντα στο τέλος τιμωρείται. Παράδειγμα γνωστότατο: οι δωσίλογοι και συνεργάτες τών Ναζί επί Κατοχής. Αφού πρόδωσαν πολλούς ομοεθνείς τους στους κατακτητές, για να εισπράξουν αφενός χρηματικά λύτρα και αφετέρου για να τύχουν διάφορων προνομίων εκ μέρους τών κατακτητών, στο τέλος υπήρξαν αυτοί οι πρώτοι που εκτελέστηκαν από τους κατακτητές. Διότι τον προδότη ουδείς εκτιμά. Είναι το χειρότερο είδος ανθρώπου.

Παροιμίες: «Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανείς» (Χίος). Τουρκική: «Kaçanın anası ağlamadı» (Του λιποτάκτη η μάννα δεν έκλαψε). (Βλέπε και το μύθο Ὀρνιθοθήρας καὶ πέρδιξ)].

Ἐμβάντες τινὲς εἰς σκάφος ἔπλεον. Γενομένων δὲ αὐτῶν πελαγίων, συνέβη χειμῶνα ἐξαίσιον γενέσθαι καὶ τὴν ναῦν μικροῦ καταδύεσθαι. Τῶν δὲ πλεόντων ἕτερος περιρρηξάμενος τοὺς πατρῴους θεοὺς ἐπεκαλεῖτο μετ’ οἰμωγῆς καὶ στεναγμοῦ χαριστήρια ἀποδώσειν ἐπαγγελλόμενος, ἐὰν περισωθῶσι. Παυσαμένου δὲ τοῦ χειμῶνος καὶ πάλιν καινῆς γαλήνης γενομένης, εἰς εὐωχίαν τραπέντες ὠρχοῦντό τε καὶ ἐσκίρτων, ἅτε δὴ ἐξ ἀπροσδοκήτου διαπεφευγότες κινδύνου. Καὶ στερρὸς ὁ κυβερνήτης ὑπάρχων ἔφη πρὸς αὐτούς· «Ἀλλ’, ὦ φίλοι, οὕτως ἡμᾶς γεγηθέναι δεῖ ὡς πάλιν, ἐὰν τύχῃ, χειμῶνος γενησομένου».

Ὁ λόγος διδάσκει μὴ σφόδρα ταῖς εὐτυχίαις ἐπαίρεσθαι τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον ἐννοουμένους.

[Κάποιοι άνθρωποι μπήκαν σ’ ένα πλοίο και ταξίδευαν. Σαν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, έπιασε τέτοια κακοκαιρία που το πλοίο κινδύνεψε να βουλιάξει. Ένας απ’ τους ταξιδιώτες παρακαλούσε, με στεναγμούς και θρήνους, τους πατρικούς θεούς ότι θα τους έκανε μεγάλες προσφορές, αν γαλήνευε η θάλασσα κι έβγαιναν σώοι.

Πράγματι η κακοκαιρία σταμάτησε κι η θάλασσα γαλήνεψε. Τότε όλοι οι επιβάτες τού πλοίου στήσανε γλέντι. Χόρευαν και χοροπηδούσαν που είχαν γλυτώσει απροσδόκητα από ένα μεγάλο κακό. Μονάχα ο καπετάνιος, που διατηρούσε τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία του, είπε στους άλλους: «φίλοι μου, η χαρά μας πρέπει νά ’ναι τέτοια σα να πρόκειται πάλι να πέσουμε σε φουρτούνα, άμα το φέρει η τύχη!».

Δίδαγμα: δεν πρέπει τα μυαλά μας να παίρνουν αέρα και να το παίρνουμε πολύ απάνω μας, αν κάποτε μάς χαμογελά η τύχη, παρά να έχουμε πάντα κατά νουν ότι η τύχη είναι ευμετάβλητη, ότι τα πάντα μεταβάλλονται και τίποτε δεν μένει μονίμως σταθερό.

Ούτε στην ευτυχία σου να μεγαλαυχείς και να υπεραίρεσαι ούτε όμως στη δυστυχία σου να εκπέμπεις κακομοιριά και μεμψιμοιρία! Δηλαδή η ιδανική στάση τού σώφρονος ανθρώπου, του έχοντος τετράγωνον νόον, είναι η τήρηση τής μέσης οδού: να χαίρεσαι την ευτυχία σου μετρημένα, όμως την ίδια στιγμή να είσαι έτοιμος και για τα χειρότερα!

Παροιμίες: «Εὐτυχῶν μὲν μέτριος ἴσθι, ἀτυχῶν δὲ φρόνιμος» (Όταν ευτυχείς, να είσαι μετρημένος· όταν δυστυχείς, φρόνιμος) (3.1.172η, Περίανδρος Κυψέλου Κορίνθιος. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). Γνώμες Θεόγνιδος: «Τολμᾶν χρή, τὰ διδοῦσι θεοὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν,/ῥηϊδίως δὲ φέρειν ἀμφοτέρων τὸ λάχος,/μήτε κακοῖσιν ἀσῶντα λίην φρένα, μήτ' ἀγαθοῖσιν/τερφθῇς ἐξαπίνης, πρὶν τέλος ἄκρον ἰδεῖν» (Θέογνις, Elegia st. 591-594 Diehl). «Μηδὲν ἄγαν χαλεποῖσιν ἀσῶ φρένα μηδ' ἀγαθοῖσιν/χαῖρ', ἐπεὶ ἔστ' ἀνδρὸς πάντα φέρειν ἀγαθοῦ» (Θέογνις, Elegia st. 657-658 Diehl). Γνώμη Αρχιλόχου: «Θυμέ, θύμ᾽ ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε,/ἄνα δέ, δυσμενέων δ᾽ ἀλέξευ προσβαλὼν ἐναντίον/στέρνον, ἐν δοκοῖσιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθείς/ἀσφαλέως· καὶ μήτε νικῶν ἀμφαδὴν ἀγάλλεο/μηδὲ νικηθεὶς ἐν οἴκωι καταπεσὼν ὀδύρεο./ἀλλὰ χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα/μὴ λίην· γίνωσκε δ᾽ οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει» (Ω, ψυχή κατατρεγμένη, πάρε θάρρος τρομερό,/για να διώξεις τους εχθρούς σου, βάλ' τα στήθη σου μπροστά,/στο δικό τους το αντιστύλι πόδι πάτησε γερό/και μήτ' αν νικήσεις, γέλα φανερά, προκλητικά,/μήτ' αν νικηθείς, οδύρου μες στο σπίτι σου σκυφτός./Μα για τα καλά σου χαίρου και λυπού για τα κακά/με το μέτρο! Ξεύρε πάντα πως ο κόσμος είν' αυτός. Μετάφραση: Σ. Μενάρδος) (7a+b D. 128 W). «χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν θναταῖς φρασίν/γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας» (Πινδάρου Πυθιόνικος 3, στ. 59-60). «Ἐν μὲν τῷ φάει σκοτεινὸς, ἐν δὲ τῷ σκότει φαεινός» (Γρηγορίου τού Κυπρίου). «Μήτ' οντέ bλουτήνεις χαίρου μήτ' οντέ φτωχάνεις κλαίου!» (Νάξος). «Οντέ πλουτάς, μη χαίρεσαι και οντέ φτωχάς, μη κλαίγεις (Κρήτη). «Τα γέλια και τα κλάματα και οι χαρές κ' η πίκρα σε μιαν ώρα 'σπαρθήκανε, μαζί εγεννηθήκαν» (Κρήτη)].

Πλούσιος δύο θυγατέρας ἔχων, τῆς ἑτέρας ἀποθανούσης, τὰς θρηνούσας ἐμισθώσατο. Τῆς δὲ ἑτέρας παιδὸς λεγούσης πρὸς τὴν μητέρα· «Ἄθλιαι ἡμεῖς, εἴγε αὐταί, ὧν ἐστι τὸ πάθος, θρηνεῖν οὐκ ἴσμεν, αἱ δὲ μηδὲν προσήκουσαι οὕτω σφόδρα κόπτονται καὶ κλαίουσιν», ἐκείνη ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «Ἀλλὰ μὴ θαύμαζε, τέκνον, εἰ οὕτως οἰκτρῶς αὗται θρηνοῦσιν· ἐπὶ γὰρ ἀργυρίῳ τοῦτο ποιοῦσιν».

Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φιλαργυρίαν οὐκ ὀκνοῦσι καὶ ἀλλοτρίας συμφορὰς ἐργολαβεῖν.

[Κάποιος πλούσιος είχε δυο κόρες. Απ’ αυτές έτυχε η μια να πεθάνει. Τότε ο πλούσιος έφερε στο σπίτι του επαγγελματίες μοιρολογίστρες για να κλάψουν τη νεκρή.

Τότε η άλλη κόρη, η αδελφή τής νεκρής, είπε στη μάννα της: «Ντροπή μας μάννα! Εμείς, που πέθανε ο άνθρωπός μας, δε θρηνούμε ούτε οδυρόμαστε. Και τούτες οι γυναίκες, που είναι ξένες και δεν έχουν καμμιά συγγένεια μ’ εμάς, σπαράζουν στο κλάμα μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια τους!».

Κι η μάννα είπε στην κόρη της: «Έννοια σου, κόρη μου, και δε σπαράζουν μήτε θρηνούν! Για τον παρά παίζουν τούτο το θέατρο».

Έτσι ενεργούν και μερικοί: είναι τόσο παραδόπιστοι που δε διστάζουν να βγάλουν κέρδος ακόμα κι απ’ τις συμφορές τών άλλων.

Παροιμίες: «Το χρήμα η κινητήριος δύναμη!», «Άμα βαστάς το bαρά στο χέρι, βρίσκεις τη μάνα σου»  (Νάξος). «Τα άσπρα ‘ναι που κόβουν λόγια και η φτώχεια γόνατα». Γνώμη Θεόγνιδος: «Πλοῦτος πλείστην πᾶσιν ἔχει δύναμιν» (Θέογνις, Elegia st. 718 Diehl). Γνώμες Μενάνδρου: «Μισθὸς διδάσκει γράμματ’, οὐ διδάσκαλος» (Γράμματα μάς μαθαίνει ο μισθός τού δασκάλου κι όχι ο ίδιος ο δάσκαλος: δηλαδή το οικονομικό κίνητρο ενεργοποιεί την προσφορά) (Μένανδρος 337)./«Δύναμις πέφυκε τοῖς βροτοῖς τὰ χρήματα» (Το χρήμα «η κινητήριος δύναμις») (Μένανδρος, Suplemmentum ex Aldo 21). Λατινική γνώμη: «Nervus rerum pecunia» (το νεύρο τών πραγμάτων είναι το χρήμα). Γερμανική: «Geld regiert die Welt» (Το χρήμα κυβερνά τον κόσμο)].

Ποιμὴν ἐν παραθαλασσίῳ τόπῳ ποίμνιον νέμων, ἑωρακὼς γαληνιῶσαν τὴν θάλατταν, ἐπεθύμησε πλεῦσαι πρὸς ἐμπορίαν. Ἀπεμπολήσας οὖν τὰ πρόβατα καὶ φοινίκων βαλάνους πριάμενος ἀνήχθη. Χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νεὼς κινδυνευούσης βαπτίζεσθαι, πάντα τὸν φόρτον ἐκβαλὼν εἰς τὴν θάλατταν, μόλις κενῇ τῇ νηῒ διεσώθη. Μετὰ δ’ ἡμέρας οὐκ ὀλίγας παριόντος τινὸς καὶ τῆς θαλάττης (ἔτυχε γὰρ αὕτη γαληνιῶσα) τὴν ἠρεμίαν θαυμάζοντος, ὑπολαβὼν οὗτος εἶπεν· «Ὦ λῷστε, φοινίκων αὖθις, ὡς ἔοικεν, ἐπιθυμεῖ, καὶ διὰ τοῦτο φαίνεται ἡσυχάζουσα».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τὰ παθήματα τοῖς ἀνθρώποις μαθήματα γίνεται.

[Ένας βοσκός έβοσκε τα πρόβατά του κοντά στη θάλασσα. Είδε τη θάλασσα που ήταν γαληνεμένη και σκέφτηκε να ταξιδέψει και ν’ ασχοληθεί με το θαλάσσιο εμπόριο: «τι κάθομαι και βόσκω πρόβατα! Αν ασχοληθώ με θαλάσσιες μεταφορές, θα πλουτίσω!».

Πούλησε λοιπόν τα πρόβατα κι αγόρασε ένα καΐκι. Αγόρασε κι ένα φορτίο χουρμάδες, το φόρτωσε στο καΐκι και ξανοίχτηκε στο πέλαγος για να πουλήσει το εμπόρευμα.

Όμως, μεσοπέλαγα, τον έπιασε θαλασσοταραχή. Και, για να μη βουλιάξει το καΐκι, αναγκάστηκε να ρίξει όλο το φορτίο στη θάλασσα, και, μετά βίας, κατάφερε ο ίδιος να βγει στη στεριά και να γλυτώσει.

Ύστερ’ από λίγες μέρες, ήρθε ένας γνωστός του κι έπιασε κουβέντα μαζί του: «κοίτα πόσο όμορφη και γαλήνια είναι η θάλασσα!». Κι ο βοσκός απάντησε: «ναι φίλε μου! Χουρμάδες γυρεύει πάλι, γι’ αυτό τη βλέπεις τόσο γαλήνια!».

Ο μύθος διδάσκει ότι τα παθήματα γίνονται μαθήματα.

Παροιμίες: «Αν δεν πάθεις, δε μαθαίνεις», «Αν δεν πάθ' ο άνθρωπος, δεν ματταίνει./Ο μπροστινός γάδαρος κάνει τόν επίσω φρόνιμο./Τα μπρός καράβια κάνουν τα πίσω φρένιμα» (Αμοργός). «Ο παθός γίνεται ιατρός./Ο παθός γίνεται μαθός» (Νάξος). «ἀφ’ ὧν ἡμεῖς ἐπάθομεν, ἐμάθομεν ἀρκούντως» (Μιχαήλ Γλυκάς, στ. 46). Αρχαίες γνώμες: «Γνῶθι μαθών» (Γνώριζε μαθαίνοντας) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Πάθει μάθος» (Αισχ. Αγαμ., στ. 177). «ἡ σή, Προμηθεῦ, συμφορὰ διδάσκαλος» (Αισχ. Προμηθεύς Δεσμώτης, στ. 393 και 760). Γνώμες Μενάνδρου: «Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα» (Οι εμπειρίες τής ζωής είναι πολύτιμοι θησαυροί) (Μένανδρος 235). Λατινική: «Quae nocent, saepe docent» (Ό,τι πονάει, συχνά διδάσκει). Τουρκική παραπλήσια: «Aziz ilmi yumuşak dűşekte yatmaz» (Η γνώση δεν κοιμάται σε μαλακό στρώμα). Γερμανικές: «Ich mache keine Fehler, sondern lerne nur dazu» (Δεν κάνω λάθη, μόνο μαθαίνω απ’ αυτά)./«Ich lerne aus meinen Fehlern, deswegen mache ich immer wieder Neue» (Μαθαίνω απ’ τα λάθη μου, για αυτό κάνω συνέχεια καινούργια)].

Ποιμὴν ἔχων κύνα παμμεγέθη τούτῳ εἰώθει τὰ ἔμβρυα καὶ τὰ ἀποθνῄσκοντα τῶν προβάτων παραβάλλειν. Καὶ δή ποτε εἰσελθούσης τῆς ποίμνης, ὁ ποιμὴν θεασάμενος τὸν κύνα προσιόντα τοῖς προβάτοις καὶ σαίνοντα αὐτὰ εἶπεν· «Ἀλλ’, ὦ οὗτος, ὃ θέλεις σὺ τούτοις ἐπὶ τῇ σῇ κεφαλῇ γένοιτο».

Πρὸς ἄνδρα κόλακα ὁ λόγος εὔκαιρος.

[Ένας βοσκός είχε στη μάντρα του ένα πελώριο τσοπανόσκυλο. Συνήθιζε να το ταΐζει με τα έμβρυα που απόρριχναν οι προβατίνες καθώς και με τα πεθαμένα αρνιά.

Μια φορά, καθώς μπήκε το κοπάδι μέσα στη μάντρα, ο βοσκός είδε το σκύλο να πηγαίνει κοντά στα πρόβατα και να τους κάνει χαρές, κουνώντας την ουρά του.

Τότε λοιπόν να τι τού φώναξε: «Χαμένο κορμί! Ξέρω τι παρακαλείς από μέσα σου. Ό,τι εύχεσαι για τούτα τα καημένα, το κακό στο κεφάλι σου να πέσει, παλιοκερατά!».

Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο κόλακα, δηλαδή για γλείφτη και δουλοπρεπή, ο οποίος, προκειμένου να εξυπηρετήσει το εκάστοτε ατομικό του συμφέρον, εκδηλώνει γλοιώδη και χαμερπή συμπεριφορά, «τα έχει με όλους καλά» και «φιλά κατουρημένες ποδιές».

Παροιμίες: «Προσκυνά κατουρημένες ποδιές» (Αμοργός). Μα τα κόκκαλα που γλείφει!/Φ'λάει κατουρζ'μένοι ποδιές  (Σκύρος). Και η αντίθετη: «Εγώ δε φιλώ κατουρημένες ποδεές» (Άνδρος). «Σκοπός τού βίου δεν είναι η χαμέρπεια» (Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα)].

Ποιμὴν εὑρὼν λυκιδεῖς, τούτους μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας ἔτρεφεν, οἰόμενος ὅτι τελειωθέντες οὐ μόνον τὰ ἑαυτοῦ πρόβατα τηρήσουσιν, ἀλλὰ καὶ ἕτερα ἁρπάζοντες αὐτῷ οἴσουσιν. Οἱ δέ, ὡς τάχιστα ηὐξήθησαν, ἀδείας τυχόντες πρῶτον αὐτοῦ τὴν ποίμνην διαφθείρειν ἤρξαντο. Καὶ ὡς ταῦτα ᾔσθετο, ἀναστενάξας εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ τούτους νηπίους ὄντας ἔσῳζον οὓς ἔδει καὶ ηὐξημένους ἀναιρεῖν;».

Οὕτως οἱ τοὺς πονηροὺς περισῴζοντες λανθάνουσι καθ’ ἑαυτῶν πρῶτον αὐτοὺς ῥωννύντες.

[Ένας βοσκός βρήκε κάποια μικρά λυκάκια, νεογέννητα. Τα πήρε και τ’ ανάτρεφε με μεγάλη στοργή και επιμέλεια. Πίστευε πως εκείνα, μεγαλώνοντας, όχι μόνο θα του φρουρούσαν το κοπάδι καλύτερα κι απ’ τα σκυλιά του αλλά και ότι θα του κουβαλούσαν πρόβατα κλέβοντάς τα από ξένα κοπάδια.

Όμως, μόλις τα λυκάκια μεγάλωσαν, δείτε τι έκαναν: επειδή είχαν μεγαλώσει μέσα σε απόλυτη ελευθερία κινήσεων, πρώτα πρώτα αφάνισαν ολόκληρο το κοπάδι τού σωτήρα τους.

Ο βοσκός, σαν είδε εκείνη την κατάσταση, αναστέναξε κι είπε: «καλά να πάθω! Τι ήθελα εγώ να γλυτώσω λύκους, τον καιρό που ήταν μωρά! Το λύκο είτε μωρό είτε μεγάλο τον βρίσκεις, πρέπει να τον ξεπαστρεύεις!».

Δίδαγμα: όποιος γλυτώνει από το χαμό έναν αχρείο και ελεεινό άνθρωπο, χωρίς να το καταλαβαίνει τον εξοπλίζει ο ίδιος με τη δύναμη εκείνη που ο αχρείος θα στρέψει πρώτα πρώτα ενάντια στον ευεργέτη του. Οι ελεεινοί και φαύλοι χαρακτήρες, ακόμα κι αν προσποιούνται αλλαγή συμπεριφοράς προς το καλύτερο, παραμένουν αδιόρθωτοι. Σώζεις παλιάνθρωπο, «ανοίγεις το λάκκο σου».

Παροιμίες: «Ο λύκος αρνί δε γίνεται». «Ἀνδρὸς πονηροῦ σπλάγχνον οὐ μαλάσσεται» (Ο διάβολος δεν γίνεται άγγελος) (Μένανδρος 31). «Σαράντα χρονών λύκος αρνίν δεν γίνεται» (Αμοργός). «Όπου πάγει η κάργα τον κώλο της μαζί τον παίρνει» (Σμύρνη). Κυπριακή: «Ο νούρος τού σιύλλου εν ισσιώννει» (Η ουρά τού σκύλου δεν ισιώνει). «Όποιος γεννιέται γουρούνι, σίγουρα γουρούνι πεθαίνει». (Βλέπε και το μύθο Ἀρότης καὶ λύκος)].

Ποιμὴν νεογνὸν λύκου σκύμνον εὑρὼν καὶ ἀνελόμενος σὺν τοῖς κυσὶν ἔτρεφεν. Ἐπεὶ δὲ ηὐξήθη, εἴ ποτε λύκος πρόβατον ἥρπασε, μετὰ τῶν κυνῶν καὶ αὐτὸς ἐδίωκε. Τῶν δὲ κυνῶν ἔσθ’ ὅτε μὴ δυναμένων καταλαβεῖν τὸν λύκον καὶ διὰ ταῦτα ὑποστρεφόντων, ἐκεῖνος ἠκολούθει, μέχρις ἂν τοῦτον καταλαβών, οἷα δὴ λύκος, συμμετάσχῃ τῆς θήρας· εἶτα ὑπέστρεφεν. Εἰ δὲ μὴ λύκος ἔξωθεν ἁρπάσειε πρόβατον, αὐτὸς λάθρᾳ θύων ἅμα τοῖς κυσὶν ἐθοινεῖτο, ἕως ὁ ποιμὴν στοχασάμενος καὶ συνεὶς τὸ δρώμενον, εἰς δένδρον αὐτὸν ἀναρτήσας ἀπέκτεινεν.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι φύσις πονηρὰ χρηστὸν ἦθος οὐ τρέφει.

[Μια φορά κάποιος βοσκός έτυχε να βρει έναν σκύμνο, δηλαδή το κουτάβι ενός λύκου. Το περιμάζεψε λοιπόν και το μεγάλωνε κι αυτό μαζί με τα δικά του σκυλιά.

Όταν το λυκάκι μεγάλωσε, κάθε φορά που ερχόταν λύκος στη μάντρα κι άρπαζε κάποιο πρόβατο, τον έπαιρνε κι ο ίδιος στο κυνήγι, σε συνεργασία με τους σκύλους. Κι όσες φορές οι σκύλοι δε μπορούσαν να τσακώσουν τον κλέφτη λύκο και γύριζαν πίσω άπρακτοι, ο λύκος τής μάντρας παρ’ όλα αυτά συνέχιζε την καταδίωξη, μέχρι που πρόφταινε τον κλέφτη λύκο και μοιραζόταν μαζί του το θήραμα. Άλλωστε, σα λύκος που ήταν, αυτό τού υπαγόρευε το ένστικτό του. Και μόνο ύστερα από το μοίρασμα τού θηράματος με τον κλέφτη λύκο, ξαναγύριζε στο μαντρί του.

Αν πάλι συνέβαινε να μην κάνει εξωτερική επιδρομή κατά τής μάντρας κάποιος ξένος λύκος, προκειμένου ν’ αρπάξει κάποιο πρόβατο, τότε ο ίδιος αυτός λύκος σκότωνε στα κρυφά κάποιο αρνί και το καταβρόχθιζε παρέα με τους σκύλους.

Έτσι κυλούσε η κατάσταση. Όμως κάποια στιγμή ο βοσκός μπήκε σε υποψίες και κατάλαβε τις βρομοδουλειές τού λύκου. Έτσι τον κρέμασε σ’ ένα δέντρο και τον ξεπάστρεψε.

Δίδαγμα: όποιος είναι παλιάνθρωπος από γεννησιμιού του, δε γίνεται να αναπτύξει καλό χαρακτήρα. Ο παλιοχαρακτήρας ουδέποτε γίνεται ηθικό στοιχείο.

Παροιμίες: «Η γάτα τα νύχια πόχ' δε τ' αλλάζ'» (Λέσβος). «Ο κάτης κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μουδέ τη γνώμη τ' άλλαξε μουδέ την κεφαλή του» (Κρήτη). «Ο λύκος την τρίχ' αλλάζει, τη γνώμη δεν την αλλάζει» (Λευκάδα). «Ο λύκος κι αν νεγήρασε, τα νύχια πούχει έχει τα» (Κως). «Η γνώμη έμ που κάτω που τηψ ψυσήν. Βκαίνει η ψυσή τζ' ύστερα η γνώμη» (Κύπρος). Γνώμες Μενάνδρου: «Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν» (Μην έχεις την αφελή προσδοκία ότι ένας παλιάνθρωπος και κακός χαρακτήρας μπορεί ν’ αλλάξει προς το καλύτερο!) (Μένανδρος 282). «Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον» (Δύσκολο ν’ αλλάξεις τον παλιάνθρωπο!) (Μένανδρος 530)].

Ποιμὴν μικρὸν λύκον εὑρὼν ἐθρέψατο, εἶτα σκύμνον γενόμενον ἐδίδαξεν ἁρπάζειν ἐκ τῶν σύνεγγυς ποιμνίων. Ὁ λύκος δὲ διδαχθεὶς ἔφη· «Ὅρα μή πως σὺ ἐθίσας με ἁρπάζειν πολλὰ τῶν σεαυτοῦ προβάτων ζητήσῃς».

Ὅτι οἱ τῇ φύσει δεινοὶ ἁρπάζειν καὶ πλεονεκτεῖν μαθόντες τοὺς διδάξαντας πολλάκις ἔβλαψαν.

[Ένας βοσκός βρήκε ένα κουτάβι λύκου και το ανάθρεψε. Σαν μεγάλωσε το λυκάκι, ο βοσκός το δασκάλεψε να κλέβει πρόβατα απ’ τα γειτονικά κοπάδια.

Ο λύκος, αφού έμαθε καλά το μάθημά του, είπε μια μέρα στον τσοπάνη: «τώρα που μ’ έκαμες άριστο μαθητή, έχε το νου σου κι ο ίδιος μήπως δεις και χάνονται πρόβατα κι απ’ τα δικά σου κοπάδια!».

Δίδαγμα: όσοι απ’ τη φύση τους είναι άρπαγες και πλεονέκτες, αν τύχουν κιόλας σε αντίστοιχους «δασκάλους», γίνονται «σαΐνια» στην αρπαγή και στην απάτη. Και οι πρώτοι βέβαια που ζημιώνονται απ’ αυτούς είναι εκείνοι που τους δασκάλεψαν.

Παροιμία: «Ήταν πού ’ταν, ηύρεν και καλόν δάσκαλον! (Βουνός)].

Ποιμὴν εἰσελάσας τὰ πρόβατα εἴς τινα δρυμῶνα, ὡς ἐθεάσατο δρῦν παμμεγέθη μεστὴν βαλάνων, ὑποστρώσας τὸ ἱματίον αὐτοῦ ἐπὶ ταύτην ἀνέβη καὶ τὸν καρπὸν κατέσειε. Τὰ δὲ πρόβατα ἐσθίοντα τὰς βαλάνους ἔλαθε καὶ τὰ ἱμάτια συγκαταφαγόντα. Ὁ δὲ ποιμὴν καταβάς, ὡς ἐθεάσατο τὸ γεγονός, εἶπεν· «Ὦ κάκιστα ζῷα, ὑμεῖς τοῖς λοιποῖς ἔρια εἰς ἐσθῆτας παρεχόμενα, ἐμοῦ τοῦ τρέφοντος καὶ τὸ ἱμάτιον ἀφείλεσθε».

Οὕτω τῶν ἀνθρώπων πολλοὶ δι’ ἄγνοιαν τοὺς μηδὲν προσήκοντας εὐεργετοῦντες κατὰ τῶν οἰκείων φαῦλα ἐργάζονται.

[Ένας βοσκός οδήγησε τα πρόβατά του σ’ έναν δρυμώνα (δρυμό, δάσος από δρυς). Εκεί είδε μια τεράστια δρυ (βαλανιδιά) που ήταν κατάφορτη με βαλανίδια. Έστρωσε λοιπόν την κάπα του (το πανωφόρι του) κάτω απ’ τα κλαδιά της, και ο ίδιος ανέβηκε στο δέντρο και το ταρακουνούσε για να πέσει στη γη ο καρπός.

Τα πρόβατα, που ήταν κάτω απ’ τη βαλανιδιά όσην ώρα ο βοσκός ήταν σκαρφαλωμένος πάνω της, έτρωγαν τα βαλανίδια απ’ το έδαφος και, κατά λάθος, φάγανε μαζί καί την κάπα τού βοσκού.

Σαν κατέβηκε απ’ το δέντρο ο βοσκός και κατάλαβε τι είχε συμβεί, είπε: «άτιμα ζώα, στους υπόλοιπους ανθρώπους χαρίζετε το μαλλί σας για να φτιάχνουν τα ρούχα τους! Εμένα όμως, που με τόσο κόπο σάς ταΐζω, μου φάγατε ακόμα και το δικό μου ρούχο!».

Έτσι συμβαίνει και με πολλούς ανθρώπους: λόγω άγνοιας κάνουν το καλό και ευεργετούν άσχετο κόσμο, και την ίδια στιγμή προξενούν κακό στους ίδιους τούς δικούς τους].

QOSHE - Αισώπου μύθοι μέρος 28ο - Λεωνίδα Πυργάρη
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Αισώπου μύθοι μέρος 28ο

5 0
24.11.2023

Ὄνῳ ποτὲ ἀλεκτρυὼν συνεβόσκετο. Λέοντος δ’ ἐπελθόντος τῷ ὄνῳ, ὁ ἀλεκτρυὼν ἐφώνησε· καὶ ὁ μὲν λέων (φασὶ γὰρ τοῦτον τὴν τοῦ ἀλεκτρυόνος φωνὴν φοβεῖσθαι) ἔφυγεν. Ὁ δ’ ὄνος, νομίσας δι’ αὑτὸν πεφευγέναι, ἐπέδραμεν εὐθὺς τῷ λέοντι. Ὡς δὲ πόρρω τοῦτον ἐδίωξεν, ἔνθα μηκέτι ἡ τοῦ ἀλεκτρυόνος ἐφικνεῖτο φωνή, στραφεὶς ὁ λέων τοῦτον κατεθοινήσατο. Ὁ δὲ θνῄσκων ἐβόα· «Ἄθλιος ἐγὼ καὶ ἀνόητος· πολεμιστῶν γὰρ μὴ ὢν γονέων, τίνος χάριν εἰς πόλεμον ἐξωρμήθην;».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ταπεινουμένοις ἐπίτηδες τοῖς ἐχθροῖς ἐπιτίθενται, καὶ οὕτως ὑπ’ ἐκείνων ἀπόλλυνται.

[Κάποτε συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο ένας γάιδαρος μ’ έναν πετεινό (κόκκορα). Ένα λιοντάρι επιτέθηκε στο γάιδαρο για να τον κατασπαράξει. Τότε ο κόκκορας έβγαλε μια δυνατή φωνή, με αποτέλεσμα το λιοντάρι να τρομάξει και να φύγει μακριά (λένε πως τα λιοντάρια φοβούνται τη φωνή τών πετεινών).

Ο γάιδαρος, βλέποντας το λιοντάρι να τρέπεται σε φυγή, πίστεψε εσφαλμένα πως το λιοντάρι έφυγε επειδή φοβήθηκε τον ίδιο. Έτσι ο ανόητος ο γάιδαρος έκαμε την αποκοτιά να κυνηγήσει το λιοντάρι για να το σκοτώσει. Αφού ο γάιδαρος καταδίωξε το λιοντάρι αρκετά μακριά, μέχρι εκεί όπου δεν ακουγόταν πια η φωνή τού κόκκορα, το λιοντάρι στράφηκε πίσω και, φυσικά, κατασπάραξε το γάιδαρο.

Κι ο γάιδαρος ξεψυχώντας έλεγε: «Δυστυχία μου τού ανόητου! Τι ήθελα να παριστάνω το γενναίο πολεμιστή, εγώ που δεν προέρχομαι από πολεμικό σόι!».

Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: όταν βλέπουν τούς εχθρούς τους να ταπεινώνονται και προσωρινά να ηττώνται, αυτοί το παίρνουν πάνω τους κι αποθρασύνονται, με αποτέλεσμα οι εχθροί να τους αφανίζουν πριν καλά καλά το πάρουν είδηση.

Παροιμίες: «Με τους πιο δυνατούς σου μην παίτζεις καρύδια!» (Βουνός). «Με τον καλλίτερό σου κουκιά μη σπέρνεις» (Γιάννενα). «Με τον πιο μεάλο σσου σκόρdα μη φυτεύγεις!» (Ρόδος). «Παίζ' ο κάττος με τομ ποντικόν» (Κύπρος). «Παίζει ο λύκος με τ' αρνί, κακό το 'παθε τ' αρνί» (Κρήτη). «Ἀπὸ μείζονος ἀνδρὸς ἄλευε: ἤτοι φυλάττου· ἰωνικῶς» (Γρηγορίου τού Κυπρίου)].

Ὄνος καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν συνθέμενοι πρὸς ἀλλήλους ἐξῆλθον ἐπὶ ἄγραν. Λέοντος δὲ περιτυχόντος αὐτοῖς, ἡ ἀλώπηξ ὁρῶσα τὸν ἐπηρτημένον κίνδυνον, προσελθοῦσα τῷ λέοντι, ὑπέσχετο παραδώσειν αὐτῷ τὸν ὄνον, ἐὰν αὐτῇ τὸ ἀκίνδυνον ἐπαγγείληται. Τοῦ δὲ αὐτὴν ἀπολύσειν φήσαντος, προσαγαγοῦσα τὸν ὄνον εἴς τινα πάγην ἐμπεσεῖν παρεσκεύασε. Καὶ ὁ λέων ὁρῶν ἐκεῖνον φεύγειν μὴ δυνάμενον, πρῶτον τὴν ἀλώπεκα συνέλαβεν, εἶθ’ οὕτως ἐπὶ τὸν ὄνον ἐτράπη.

Οὕτως οἱ τοῖς κοινωνοῖς ἐπιβουλεύοντες λανθάνουσι πολλάκις καὶ ἑαυτοὺς συναπολλύντες.

[Ο γάιδαρος κι η αλεπού έφτιαξαν συνεταιρισμό, και βγήκαν από κοινού στο κυνήγι. Εκεί που κυνηγούσαν, τους συνάντησε ένα λιοντάρι.

Η πονηρή αλεπού, βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε, πλησίασε το λιοντάρι και του είπε: «εγώ η ίδια θα σου παραδώσω το γάιδαρο να τον φας, αν μου υποσχεθείς πως δεν θα με πειράξεις και θα σωθώ!». – «Εντάξει, δώσε μου τον γάιδαρο να τον φάω, κι εγώ εσένα δεν θα σε πειράξω!» υποσχέθηκε το λιοντάρι στην αλεπού.

Έτσι η αλεπού παραπλάνησε το γάιδαρο και τον οδήγησε σε κάποια παγίδα, σπρώχνοντάς τον να πέσει μέσα.

Το λιοντάρι, όταν βεβαιώθηκε πως ο γάιδαρος ήταν σίγουρη λεία για το ίδιο και πως μπορούσε να τον φάει όποτε ήθελε, και μάλιστα με την ησυχία του, πρώτα πρώτα άρπαξε την αλεπού κι αυτήν κατασπάραξε. Κι αργότερα «περιποιήθηκε κατάλληλα» καί τον γάιδαρο.

Τα ίδια παθαίνουν κι όσοι προδίδουν τούς συντρόφους και συνεργάτες τους: πρώτα οι ίδιοι καταστρέφονται και μετά εκείνοι τούς οποίους αυτοί προδίδουν. Όποιος σκάβει το λάκκο τού συνεργάτη και συντρόφου του, αυτός είναι άνθρωπος που δεν έχει ιερό και όσιο. Και πάντα στο τέλος τιμωρείται. Παράδειγμα γνωστότατο: οι δωσίλογοι και συνεργάτες τών Ναζί επί Κατοχής. Αφού πρόδωσαν πολλούς ομοεθνείς τους στους κατακτητές, για να εισπράξουν αφενός χρηματικά λύτρα και αφετέρου για να τύχουν διάφορων προνομίων εκ μέρους τών κατακτητών, στο τέλος υπήρξαν αυτοί οι πρώτοι που εκτελέστηκαν από τους κατακτητές. Διότι τον προδότη ουδείς εκτιμά. Είναι το χειρότερο είδος ανθρώπου.

Παροιμίες: «Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανείς» (Χίος). Τουρκική: «Kaçanın anası ağlamadı» (Του λιποτάκτη η μάννα δεν έκλαψε). (Βλέπε και το μύθο Ὀρνιθοθήρας καὶ πέρδιξ)].

Ἐμβάντες τινὲς εἰς σκάφος ἔπλεον. Γενομένων δὲ αὐτῶν πελαγίων, συνέβη χειμῶνα ἐξαίσιον γενέσθαι καὶ τὴν ναῦν μικροῦ καταδύεσθαι. Τῶν δὲ πλεόντων ἕτερος περιρρηξάμενος τοὺς πατρῴους θεοὺς ἐπεκαλεῖτο μετ’ οἰμωγῆς καὶ στεναγμοῦ χαριστήρια ἀποδώσειν ἐπαγγελλόμενος, ἐὰν περισωθῶσι. Παυσαμένου δὲ τοῦ χειμῶνος καὶ πάλιν καινῆς γαλήνης γενομένης, εἰς εὐωχίαν τραπέντες ὠρχοῦντό τε καὶ ἐσκίρτων, ἅτε δὴ ἐξ ἀπροσδοκήτου διαπεφευγότες κινδύνου. Καὶ στερρὸς ὁ κυβερνήτης ὑπάρχων ἔφη πρὸς αὐτούς· «Ἀλλ’, ὦ φίλοι, οὕτως ἡμᾶς γεγηθέναι δεῖ ὡς πάλιν, ἐὰν τύχῃ, χειμῶνος γενησομένου».

Ὁ λόγος διδάσκει μὴ σφόδρα ταῖς εὐτυχίαις ἐπαίρεσθαι τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον ἐννοουμένους.

[Κάποιοι άνθρωποι μπήκαν σ’ ένα πλοίο και ταξίδευαν. Σαν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος, έπιασε τέτοια κακοκαιρία που το πλοίο κινδύνεψε να βουλιάξει. Ένας απ’ τους ταξιδιώτες παρακαλούσε, με........

© ΑΛΗΘΕΙΑ


Get it on Google Play