Ναῦν ποτε μετὰ τῶν ἀνδρῶν βυθισθεῖσαν ἰδών τις ἀδίκως ἔλεγε τοὺς θεοὺς κρίνειν· δι’ ἕνα γὰρ ἀσεβῆ συναπώλοντο καὶ ἀναίτιοι. Ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος, μυρμήκων πολλῶν ὄντων ἐν τῷ τόπῳ ἐν ᾧ ἔτυχεν ἱστάμενος, συνέβη ὑφ’ ἑνὸς δηχθῆναι τοῦτον. Ὁ δὲ ὑφ’ ἑνὸς δηχθεὶς συνεπάτησε τοὺς πάντας. Ἑρμῆς δὲ ἐπιστὰς αὐτῷ καὶ τῇ ῥάβδῳ παίων εἶπεν· «Εἶτα οὐκ ἀνέχῃ σὺ τοὺς θεοὺς δικαστὰς εἶναι οἷος εἶ σὺ τῶν μυρμήκων;».

Ὅτι μηδεὶς θεοῦ βλασφημείτω, συμφορᾶς ἐπελθούσης, μᾶλλον δὲ σκοπείτω τὰς οἰκείας ἁμαρτίας.

[Ένας άνθρωπος κάποτε είδε ένα καράβι να βυθίζεται αύτανδρο, δηλαδή πήγε καρφωτό στον πάτο τής θάλασσας με όλους τούς επιβάτες του. Όταν αυτός λοιπόν είδε εκείνη τη σκηνή, κατέκρινε τούς θεούς πως είναι άδικοι απέναντι στους ανθρώπους: «θεοί, είστε πολύ άδικοι! Για έναν ασεβή επιβάτη, στείλατε στο βυθό τής θάλασσας τόσους αθώους ανθρώπους!».

Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, έλαχε, εκείνη τη στιγμή, στο σημείο που αυτός στεκόταν, να υπάρχει μια φωλιά μυρμηγκιών. Και συνέβη ένα μυρμήγκι απ’ όλα να τον τσιμπήσει. Τότε αυτός νευρίασε και τσαλαπάτησε με τα πόδια του όλη τη μυρμηγκοφωλιά!

Τότε ο Ερμής τού παρουσιάστηκε, τον χτύπησε με το ραβδί του και τού λέει: «ε, φίλε, «αγνέ και αναμάρτητε», εσύ, που κατακρίνεις τούς άδικους θεούς, γιατί κάνεις τα ίδια και χειρότερα στους μερμήγκους;».

Δίδαγμα: πολλοί ξέρουν να κρίνουν και να επικρίνουν τις ξένες υποθέσεις και να εκφέρουν αρνητική άποψη γι’ αυτές. Ωστόσο αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, στη σφαίρα τής ιδιωτικής τους ζωής, αποδεικνύονται τρισχειρότεροι από εκείνους που θέτουν στο στόχαστρό τους.

Παροιμίες: «Δε θωρεί η στραβή αγελά την αλετριά της, μόνο θωρεί τής αλλονής», «Δε βλέπει η καμήλα την καμπούρα της, μονάχα βλέπει την καμπούρα τής αλληνής», «Τα δικά μας τα κουσούρια είναι μαλακά σαν σύκα και των ξένων τα κουσούρια χαρχαλιούσι σαν καρύδια», «Αλεπού τα πέρα θώρει μα τα πόδια δεν εθώρει», «Βάνε τη μύτη σου στο γκώλο σου και μη μιλάς», «Ο χεσιάρης γελά με τον κλανιάρη». «τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 7. 3-5). Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς δύνασαι λέγειν τῷ ἀδελφῷ σου, ἀδελφέ, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου δοκὸν οὐ βλέπων; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 6. 41-42). «Ἅπαντές ἐσμεν εἰς τὸ νουθετεῖν σοφοί, αὐτοὶ δ᾽ ἁμαρτάνοντες οὐ γιγνώσκομεν» (Όλοι είμαστε σοφοί στο να δίνουμε νουθεσίες στους άλλους, όμως την ίδια στιγμή δεν βλέπουμε πως εμείς οι ίδιοι χρειαζόμαστε διόρθωμα από τις παρεκτροπές μας) (Μένανδρος 46-47). Λατινική γνώμη: Aliena enim vitia quisque reprendi mavult quam sua (Τα ξένα ελαττώματα ο καθένας προτιμά να επικρίνει παρά τα δικά του). Ισπανικές: El cojo le echa la culpa al empedrado./El mal escribano echa la culpa a la pluma (Η καμήλα δε βλέπει την καμπούρα της)].

Ἄνθρωπόν τις ἀποκτείνας ὑπὸ τῶν ἐκείνου συγγενῶν ἐδιώκετο· γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμόν, λύκου αὐτῷ ἀπαντήσαντος, φοβηθεὶς ἀνέβη ἐπὶ δένδρου τῷ ποταμῷ παρακειμένου καὶ ἐκεῖ ἐκρύπτετο. Θεασάμενος δὲ ἐνταῦθα δράκοντα κατ’ αὐτοῦ διαιρόμενον, ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν καθῆκεν· ἐν δὲ τῷ ποταμῷ κροκόδειλος αὐτὸν κατεθοινήσατο.

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῖς ἐναγέσι τῶν ἀνθρώπων οὔτε γῆς, οὔτε ἀέρος, οὔτε ὕδατος στοιχεῖον ἀσφαλές ἐστι.

[Ένας άνθρωπος διέπραξε ανθρωποκτονία. Και τον καταδίωκαν οι συγγενείς τού σκοτωμένου για να τον εκδικηθούν. Ο φονιάς ζήτησε καταφύγιο κοντά στον ποταμό Νείλο. Εκεί είδε έναν λύκο. Φοβήθηκε κι ανέβηκε σ’ ένα δέντρο στην όχθη τού ποταμού. Κι εκεί κρύφτηκε. Όμως πάνω στο δέντρο είδε ένα φίδι που ερχόταν καταπάνω του. Τότε, για να γλυτώσει, δίνει μια βουτιά και πέφτει στον ποταμό. Αλλά μέσα στον ποταμό ήταν ένας κροκόδειλος. Τον αρπάζει και τον τρώει.

Δίδαγμα: όποιος βάφει τα χέρια του με αίμα, είναι ανεπιθύμητος στο οποιοδήποτε μέρος τής γης. Δηλαδή ο ένοχος πουθενά δεν βρίσκει ψυχική ανάπαυση και γαλήνη. Καταδιώκεται πάντα από τις τύψεις του, έως ότου αποδοθεί δικαιοσύνη.

Παροιμία: «Έχει χεσμένες τις ποδιές του»].

Ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος, ἐπειδὴ ἀπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπηλπίσθη, τοῖς θεοῖς ηὔχετο ἑκατόμβην ποιήσειν ἐπαγγελλόμενος καὶ ἀναθήματα καθιερώσειν, ἐὰν ἐξαναστῇ. Τῆς δὲ γυναικὸς (ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα) πυνθανομένης· «Καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις;» ἔφη· «Νομίζεις γάρ με ἐξαναστήσεσθαι, ἵνα καὶ ταῦτά με οἱ θεοὶ ἀπαιτήσωσιν».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ταῦτα ῥᾴδιον ἄνθρωποι κατεπαγγέλλονται ἃ τελέσειν ἔργῳ οὐ προσδοκῶσιν.

[Ένας άνθρωπος ήταν βαριά άρρωστος. Ταυτόχρονα ήταν και πολύ φτωχός. Οι γιατροί δεν του έδιναν ελπίδες να ζήσει. Τότε εκείνος παρακάλεσε τούς θεούς: «θεοί, θα σας θυσιάσω μια εκατόμβη (εκατό βόδια) και θα σας προσφέρω κι άλλα πολλά τάματα, αν με κάνετε καλά και ξανασταθώ στα πόδια μου!».

Η γυναίκα του, που στεκόταν δίπλα του, τον ρώτησε: «άντρα μου, όλα αυτά που τάζεις στους θεούς από πού θα τα βρεις για να τους τα προσφέρεις;». – «Γιατί; Σάμπως υπάρχει περίπτωση να ξανασταθώ στα πόδια μου, ώστε να υποχρεωθώ να δώσω τις προσφορές;».

Δίδαγμα: οι άνθρωποι υπόσχονται συνήθως «λαγούς με πετραχήλια», όταν είναι πεπεισμένοι πως ουδέποτε θα μπορέσουν να εκπληρώσουν τις ένορκες δεσμεύσεις τους.

Παροιμίες: «Τάζει λαγούς με πετραχήλια», «Τάζει κουβούκλια με τα κλήματα, λαγούς με πετραχήλια», «Τάζει φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια», «Αμπέλια με τα κλήματα και δέντρα με τα φύλλα», «Με τη μια μου θυγατέρα πέντε γάμους ήκαμα», «Αἱ Χάρητος ὑποσχέσεις: ἐπὶ τῶν προχείρως ἐπαγγελλομένων πολλά. Χάρης γὰρ ἐγένετο στρατηγὸς Ἀθηναῖος προθύμως ἐπαγγελλόμενος» (Ζηνοβίου). «Λευκήν μάζαν φυρώ σοι». «Χρυσά όρη υπισχνείσθαι»].

Ἀνὴρ δειλὸς ἐπὶ πόλεμον ἐξῄει. Φθεγξαμένων δὲ κοράκων, τὰ ὅπλα θεὶς ἡσύχαζεν, εἶτ’ ἀναλαβὼν αὖθις ἐξῄει, καὶ φθεγγομένων πάλιν, ὑπέστη καὶ τέλος εἶπεν· «Ὑμεῖς κεκράξεσθε μὲν ὡς δύνασθε μέγιστον· ἐμοῦ δὲ οὐ γεύσεσθε».

Ὁ μῦθος περὶ τῶν σφόδρα δειλῶν.

[Ένας άντρας δειλός και φοβητσιάρης τράβηξε στον πόλεμο. Εκεί που πήγαινε, φώναξαν τα κοράκια. Ο φοβητσιάρης βρόντηξε κάτω τα όπλα του κι αποφάσισε να κάνει απεργία πολέμου. Σε λίγο ξαναζώνεται τα όπλα. Αλλά, όταν ξαναφώναξαν τα κοράκια, πάλι πέταξε κάτω τα όπλα του. Τότε μονολόγησε: «κοράκια, κράζετε όσο πιο δυνατά μπορείτε! Πάντως εμένα δεν πρόκειται να με φάτε!».

Ο μύθος υπαινίσσεται ανθρώπους απρόθυμους και ανόρεχτους να υλοποιήσουν κάποιο έργο, και οι οποίοι ψάχνουν αφορμή και πρόφαση για να λιποτακτήσουν από υποχρεώσεις και ευθύνες.

Παροιμίες: «Όποιος βαριέται να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει», «Από κακόν αρχόχειρο δουλειά δεν απομένει ακάμωτη» (=μια εργασία δεν είναι δυνατό να καθυστερήσει λόγω κακής ποιότητας τού αναγκαίου εργαλείου. Μια εργασία, όταν δεν υλοποιείται, συνήθως οφείλεται στην αμέλεια και οκνηρία εκείνου που την ανέλαβε)].

Ὥδευέ ποτε λέων σὺν ἀνθρώπῳ. Ἕκαστος δὲ αὐτῶν τοῖς λόγοις ἐκαυχῶντο. Καὶ δὴ ἐν τῇ ὁδῷ ἦν ἀνδρὸς στήλη πετρίνη λέοντα πνίγοντος. Ὁ δὲ ἀνὴρ ὑποδείξας τῷ λέοντι ἔφη· «Ὁρᾷς σὺ πῶς ἐσμεν ὑμῶν κρείττονες». Κἀκεῖνος εἶπεν ὑπομειδιάσας· «Εἰ λέοντες ᾔδεισαν γλύφειν, πολλοὺς ἂν ἄνδρας εἶδες ὑποκάτω λέοντος».

Ὅτι πολλοὶ καυχῶνται διὰ λόγων ἀνδρεῖοι εἶναι καὶ θρασεῖς οὓς ἡ πεῖρα γυμνασθέντας ἐξελέγχει.

[Κάποτε ένα λιοντάρι προχωρούσε μαζί μ’ έναν άνθρωπο. Καθένας τους καυχιόταν για το είδος του: ο άνθρωπος καυχιόταν πως το ανθρώπινο είδος είναι το ανώτερο όλων, ενώ ο λέων καυχιόταν πως η ράτσα τών λιονταριών είναι η κυρίαρχη πάνω σε ζώα και ανθρώπους.

Σ’ ένα σημείο, εκεί που βάδιζαν, συνάντησαν μια πέτρινη στήλη που απεικόνιζε έναν άνθρωπο ο οποίος έπνιγε ένα λιοντάρι. Ο άντρας δείχνει με το χέρι του την πέτρινη στήλη στο λιοντάρι και του λέει: «Ορίστε! Βλέπεις πόσο δυνατότεροι είμαστε εμείς οι άνθρωποι από σας, τα λιοντάρια;».

Και το λιοντάρι, χαμογελώντας ειρωνικά, είπε: «αν τα λιοντάρια ήξεραν να κάνουν γλυπτά, τότε πολλούς ανθρώπους θά ’βλεπες να βρίσκονται κάτω από λιοντάρια».

Δίδαγμα: πολλοί, στα λόγια μόνο και εκ του ασφαλούς, παριστάνουν τα παλληκάρια και τους γενναίους. Στην πράξη αποδεικνύονται δειλοί και χέστες.

Παροιμίες: «Κάμνει τον καμπόσο», «Κάμνει τον Γκιουλέκα» (ανθρωπωνύμιο Αλβανού επαναστάτη), «Παλληκάρι τής φακής!»].

Ἄνθρωπόν ποτε λέγεται πρὸς σάτυρον φιλίαν σπείσασθαι. Καὶ δὴ χειμῶνος καταλαβόντος καὶ ψύχους γενομένου, ὁ ἄνθρωπος προσφέρων τὰς χεῖρας τῷ στόματι ἐπέπνει. Τοῦ δὲ σατύρου τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι’ ἣν τοῦτο πράττει, ἔλεγεν ὅτι θερμαίνει τὰς χεῖρας διὰ τὸ κρύος. Ὕστερον δὲ παρατεθείσης αὐτοῖς τραπέζης καὶ προσφαγήματος θερμοῦ σφόδρα ὄντος, ὁ ἄνθρωπος ἀναιρούμενος κατὰ μικρὸν τῷ στόματι προσέφερε καὶ ἐφύσα. Πυνθανομένου δὲ πάλιν τοῦ σατύρου τί τοῦτο ποιεῖ, ἔφασκε καταψύχειν τὸ ἔδεσμα, ἐπεὶ λίαν θερμόν ἐστι. Κἀκεῖνος ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ’ ἀποτάσσομαί σου τῇ φιλίᾳ, ὦ οὗτος, ὅτι ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος καὶ τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρὸν ἐξιεῖς».

Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς περιφεύγειν δεῖ τὴν φιλίαν ὧν ἀμφίβολός ἐστιν ἡ διάθεσις.

[Ένας άνθρωπος έπιασε φιλία μ’ έναν σάτυρο. Ήταν χειμώνας κι έκανε πολύ κρύο. Τότε ο άνθρωπος έφερε τα χέρια του κοντά στο στόμα του και προσπαθούσε να ζεστάνει τις φούχτες του με τον αχνό τής αναπνοής του.

Ρωτά ο σάτυρος: «για ποιο λόγο το κάνεις αυτό;». – «Προσπαθώ να ζεστάνω τα χέρια μου λόγω τού κρύου που υπάρχει».

Ύστερα κάθισαν να φάνε. Τους σέρβιραν ένα φαγητό που ακόμα ήταν πολύ καυτό. Ο άνθρωπος έκοβε μικρά μικρά κομμάτια, και το κάθε κομμάτι το φυσούσε, για να κρυώσει, προτού το βάλει στο στόμα του. Ρωτά ο σάτυρος: «γιατί φυσάς την τροφή σου;». – «Μα για να κρυώσει. Δεν βλέπεις που είναι καυτή και δεν τρώγεται;».

Και ο σάτυρος: «Φτάνει! Δεν σε θέλω για φίλο μου! Από το ίδιο στόμα βγάζεις τη μια φορά το ζεστό, την άλλη φορά το κρύο!».

Δίδαγμα: ας μένουμε μακριά από ανθρώπους που «τη μια είναι έτσι και την άλλη αλλιώς». Δηλαδή δεν ενδείκνυται η συναναστροφή μας με άτομα αλλοπρόσαλλα και αμφίθυμα, τα οποία «είναι με τα φεγγάρια τους»].

Ἄνθρωπός τις ξύλινον θεὸν ἔχων πένης ὢν καθικέτευε τοῦ ἀγαθοποιῆσαι. Ὡς οὖν ταῦτ’ ἔπραττε καὶ μᾶλλον ἐν πενίᾳ διῆγε, θυμωθείς, ἐκ τοῦ σκέλους ἄρας αὐτὸν τῷ τοίχῳ προσέκρουσε. Τῆς δὲ κεφαλῆς αὐτοῦ παραχρῆμα κλασθείσης, ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς, ὃν συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα· «Στρεβλὸς τυγχάνεις, ὡς οἶμαι, καὶ ἀγνώμων· τιμῶντά σε γὰρ οὐδὲν ὠφέλησάς με· τυπτήσαντα δὲ πολλοῖς καλοῖς ἠμείψω».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐδὲν ὠφελήσεις σαυτὸν πονηρὸν ἄνδρα τιμῶν, αὐτὸν δὲ τύπτων πλέον ὠφεληθήσῃ.

[Ένας φτωχός άνθρωπος είχε στο σπίτι του ένα ξύλινο άγαλμα τού θεού Ερμή. Σε καθημερινή βάση, παρακαλούσε το θεό να τον ευεργετήσει και να του κάμει κάποιο καλό ώστε «να δει μιαν άσπρη μέρα» και να ξεφύγει από τη φτώχεια του. Αν και τα παρακάλια τού φτωχού προς τον θεό ήταν καθημερινά, η φτώχεια κι η κακομοιριά εκείνου τού ανθρώπου μεγάλωναν. Ώσπου, μια μέρα, ο φτωχός αγανάχτησε, έπιασε το ξύλινο άγαλμα, το πέταξε απέναντι στον τοίχο και τό ’καμε χίλια κομμάτια. Με το δυνατό χτύπημα πάνω στον τοίχο, το κεφάλι τού αγάλματος αμέσως άνοιξε. Κι από μέσα του κύλισαν έξω χρυσά νομίσματα.

Τα μάζεψε με πολλή χαρά ο φτωχός άνθρωπος και είπε: «Θεέ Ερμή, είσαι στριμμένος και ανάποδος! Τόσον καιρό, που σε παρακαλούσα με το καλό, δεν με ελεούσες! Τώρα, που «μού ’καμες τα νεύρα μου τσατάλια» και σε σακάτεψα πάνω στον τοίχο, μου χάρισες τού κόσμου το χρυσάφι!».

Δίδαγμα: αν τιμάς τους σκάρτους και ελεεινούς, τον εαυτό σου ζημιώνεις. Ενώ αν «φτύνεις» και τιμωρείς τα καθάρματα, βγαίνεις ωφελημένος.

Παροιμίες: «Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει», «Όσο καλοπιάνεις τον κακό, γίνεται χειρότερος», «Έχε άσκημο ραβδί, να μη σου κλέψουν στη μάντρα!»].

Δειλὸς φιλάργυρος λέοντα χρυσοῦν εὑρὼν ἔλεγεν· «Οὐκ οἶδα τίς γενήσομαι ἐν τοῖς παροῦσιν· ἐγὼ ἐκβέβλημαι τῶν φρενῶν καὶ τί πράττειν οὐκ ἔχω· μερίζει με φιλοχρηματία καὶ τῆς φύσεως ἡ δειλία. Ποία γὰρ τύχη ἢ ποῖος δαίμων εἰργάσατο χρυσοῦν λέοντα; Ἡ μὲν γὰρ ἐμὴ ψυχὴ πρὸς τὰ παρόντα ἑαυτῇ πολεμεῖ· ἀγαπᾷ μὲν τὸν χρυσόν, δέδοικε δὲ τοῦ χρυσοῦ τὴν ἐργασίαν· ἅπτεσθαι μὲν ἐλαύνει ὁ πόθος, ἀπέχεσθαι δὲ ὁ τρόπος. Ὢ τύχης διδούσης καὶ μὴ λαμβάνεσθαι συγχωρούσης· ὢ θησαυρὸς ἡδονὴν οὐκ ἔχων· ὢ χάρις δαίμονος ἄχαρις γενομένη. Τί οὖν; ποίῳ τρόπῳ χρήσωμαι; ἐπὶ ποίαν ἔλθω μηχανήν; ἄπειμι τοὺς οἰκέτας δεῦρο κομίσων λαβεῖν ὀφείλοντας τῇ πολυπληθεῖ συμμαχίᾳ, κἀγὼ πόρρω ἔσομαι θεατής».

Ὁ λόγος ἁρμόζει πρός τινα πλούσιον μὴ τολμῶντα προσψαῦσαι καὶ χρήσασθαι τῷ πλούτῳ.

[Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος φιλάργυρος, δηλαδή πολύ τσιγκούνης, και ταυτόχρονα δειλός. Αυτός, που λέτε, βρήκε μπροστά του ένα ολόχρυσο λιοντάρι.

Με το που το είδε, άρχισε κα κάνει κάποιες σκέψεις μέσα του: «Τώρα, σε μια τέτοια περίσταση, δεν ξέρω τι χαρακτήρα να δείξω! Αισθάνομαι εκτός εαυτού και δεν ξέρω τι να κάμω! Είμαι μοιρασμένος στα δυό: από τη μια με σπρώχνει η φιλαργυρία μου, κι από την άλλη με κρατά πίσω η δειλία τής καρδιάς μου! Τι τύχη είναι τούτη που μού φανερώθηκε! Ποιος παράξενος θεός έφτιαξε τούτο το χρυσό λιοντάρι! Η ψυχή μου είναι διχασμένη και κάνει πόλεμο με τον εαυτό της, αντιμέτωπη μ’ αυτά που βλέπει. Λατρεύει το χρυσάφι, ναι! Αλλά φοβάται κιόλας τη μορφή που έχει πάρει αυτό το χρυσάφι! Μια μεγάλη λαχτάρα μέ σπρώχνει ν’ απλώσω τα χέρια μου και ν’ αρπάξω μια τέτοια τύχη! Μα τι να κάμω που ο χαρακτήρας μου μέ κρατά μακριά από ένα τέτοιο «λαχείο»!

Καταραμένη τύχη, από τη μια μού χαρίζεις αμύθητα πλούτη, κι από την άλλη δεν μ’ αφήνεις να τ’ αγγίξω! Διαβολεμένη τύχη: να ένας θησαυρός που δεν φέρνει καμμιά ευχαρίστηση! Δώρο άδωρο και χάρισμα άχαρο μού βγήκε τούτο το αναπάντεχο φανέρωμα! Τι να κάμω λοιπόν; Τι στάση να κρατήσω; Ποιο τέχνασμα να μεταχειριστώ;

Το βρήκα! Θα πάω να κουβαλήσω εδώ πέρα τούς υπηρέτες μου. Αυτοί θ’ αναλάβουν να μεταφέρουν αυτόν το θησαυρό. Όπως είναι πολλοί, θα συνεργαστούν, και αυτοί θα κουβαλήσουν το θησαυρό. Κι εγώ θα κάθομαι να κοιτάζω από μακριά».

Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο πλούσιο που δεν έχει το κουράγιο να απλώσει χέρι στα πλούτη του και να τα χαρεί].

Ο μύθος υπαινίσσεται τούς δειλούς κι αναποφάσιστους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται μονίμως σε εσωτερικό διχασμό και αμφιταλάντευση, κάθε φορά που καλούνται να λάβουν αποφάσεις, όχι μόνο για σοβαρά ζητήματα αλλά ακόμη και για πολύ απλά και καθημερινά τοιαύτα. Ο τύπος τού αμφιταλαντευόμενου και εσωτερικά διχασμένου ανθρώπου ίσως να είναι και από τους χειρότερους ανθρώπινους χαρακτήρες. Αυτού τού είδους τα άτομα συνήθως «χάνουν το τρένο τής ζωής», κι όχι απλά κάποιες ευκαιρίες επαγγελματικής σταδιοδρόμησης ή πλουτισμού ή σπουδών κ.λπ.

Παράδειγμα: σ’ έναν αναποφάσιστο άνθρωπο ακόμα κι η μεγαλύτερη τύχη για γάμο εάν εμφανιστεί, ο αναποφάσιστος, επειδή ακριβώς είναι άτολμος και φοβάται την αναμέτρηση με τις ευθύνες, δεν θα αδράξει την ευκαιρία αλλά θα αδρανήσει, προφασιζόμενος χίλια δυο προσκόμματα.

Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος οφείλει να επιδεικνύει ενεργητική διάθεση και μαχητικό πνεύμα για την αντιμετώπιση τής ζωής και να γίνεται ο ίδιος πλαστουργός τής μοίρας του. Η μοίρα δεν είναι κάποια υπερκόσμια και υπερβατική δύναμη που μας καθοδηγεί. Δεν είμαστε εμείς τα πιόνια στη σκακιέρα τής Μοίρας. Εμείς, με τις επιλογές μας και μόνο, είμαστε οι ρυθμιστές τής μοίρας μας. Υπάρχουν άνθρωποι που, ακόμα κι αν τους εμφανιστεί η μεγαλύτερη τύχη, μένουν αδρανείς κι απρόθυμοι να την αρπάξουν.

Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό ότι τα άτομα που πάσχουν από ψυχική ατολμία και παθητικότητα φοβούνται την αναμέτρηση με τις ευθύνες, είναι λιποτάκτες τής ευθύνης. Αλλά η ζωή είναι πόλεμος. Κι ο πόλεμος χρειάζεται μαχητές τής πρώτης γραμμής. Κι όχι ριψάσπιδες, λουφαδόρους και κοπανατζήδες τής ευθύνης.

[Παροιμίες: «Λαγό και γάμο άρπα τον» (=όπως ο κυνηγός αρπάζει τον λαγό που βρίσκει μπροστά του, δηλαδή τον σκοτώνει με το τουφέκι, έτσι κι ο συνετός άνθρωπος πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογεί τον κατάλληλο άνθρωπο και να προχωρεί σε γάμο μαζί του) (Λαγκάδα Χίου). «Αν τόχεις το πουλί στα χέρια σου, κράτει το να μη σού φύγει!». «Πράμα γνωριζάμενο δίχως κρίσιν παίρνεται». «Η αγάπη θέλει φρόνησιν, θέλει ταπεινωσύνην, θέλει λαού παρπατησιάν τζ' ατού γληοροσύνην» (Κύπρος). «Αν εύρης σύκος, σήκωσ' το γιατί σηκώνουν τ’ άλλοι» (Κύπρος)].

Ἀλώπηξ καὶ πάρδαλις περὶ κάλλους ἤριζον. Τῆς δὲ παρδάλεως παρ’ ἕκαστα τὴν τοῦ σώματος ποικιλίαν προβαλλομένης, ἡ ἀλώπηξ ὑποτυχοῦσα ἔφη· «Καὶ πόσον ἐγὼ σοῦ καλλίων ὑπάρχω, ἥτις οὐ τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν πεποίκιλμαι».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῦ σωματικοῦ κάλλους ἀμείνων ἐστὶν ὁ τῆς διανοίας κόσμος.

[Μια αλεπού και μια λεοπάρδαλη συναγωνίζονταν ως προς την ομορφιά τους. Η λεοπάρδαλη πρόβαλλε την ποικιλοχρωμία τού δέρματός της, ότι έχει λογιών λογιών βούλες, κι όχι ομοιομορφία τριχώματος.

Κι η αλεπού τής απάντησε: «Μα εγώ είμαι κατά πολύ ανώτερή σου, διότι την ποικιλομορφία την έχω στον χαρακτήρα μου κι όχι στο σώμα μου!».

Ο μύθος υπονοεί ότι υπερτερεί ο κόσμος τού πνεύματος από τη σωματική εμφάνιση κι ομορφιά.

Παροιμίες: «Η ομορφιά ένα τίποτι, σα δεν υπάρχει γνώση», «Η γνώση τού ανθρώπου είναι η ομορφιά του», «Η νύφη μας την ομορφιά στην κεφαλή την έχει». Αρχαίες γνώμες: «Σοφίαν ζήλου» (Να ζηλεύεις και να λαχταράς τη σοφία) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). «Φρόνησιν ἄσκει» (Να συμπεριφέρεσαι με φρόνηση) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). Γνώμη Θεόγνιδος: «Ὀφθαλμοὶ καὶ γλῶσσα καὶ οὔατα καὶ νόος ἀνδρῶν/ἐν μέσσῳ στηθέων ἐν συνετοῖς φύεται» (Θέογνις, Elegia st. 1163-1164 Diehl). Μενανδρικές ρήσεις: «Ἀγαθὸν μέγιστον ἡ φρόνησίς ἐστ᾽ ἀεί» (Το μεγαλύτερο προτέρημα στον άνθρωπο η φρόνηση) (Μένανδρος 12)./«Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον» (Απόκτημα πολυτιμότερο απ’ τη γνώση (σύνεση-φρονιμάδα) δεν υπάρχει) (Μένανδρος 416)./«Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω» (Σε ανθρώπους που μιλούν λογικά, καμιά παρατήρηση δεν έχω να κάνω) (Μένανδρος 424)./«Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα» (Πόσο μεγάλο προσόν η ομορφιά, άμα κιόλας ο κάτοχός της έχει και μυαλό στο κεφάλι του!) (Μένανδρος 555)].

Ἀλώπηξ πεσοῦσα εἰς φρέαρ ὑπ’ ἀνάγκης ἔμεινε. Τράγος δὲ δίψει συνεχόμενος ἐγένετο κατὰ τὸ αὐτὸ φρέαρ· θεασάμενος δὲ αὐτὴν ἐπυνθάνετο εἰ καλόν ἐστι τὸ ὕδωρ· ἡ δὲ τὴν συντυχίαν ἀσμενισαμένη εἰς ἔπαινον τοῦ ὕδατος κατέτεινε, λέγουσα ὡς χρηστὸν εἴη τὸ ὕδωρ, καὶ καταβαίνειν αὐτὸν παρῄνει. Ἐπεὶ δὲ ἀμελετήτως κατῆλθε διὰ τὴν ἐπιθυμίαν, ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι μετὰ τῆς ἀλώπεκος ἐσκόπει τὴν ἄνοδον. Καὶ ἡ ἀλώπηξ ὑποτυχοῦσα εἶπε· «Χρήσιμον οἶδα, ἐὰν μόνον θελήσῃς τὴν ἀμφοτέρων σωτηρίαν. Θέλησον οὖν τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐρεῖσαι τῷ τοίχῳ, ὀρθῶσαι δὲ τὰ κέρατα, ἀναδραμοῦσα δὲ ἐγὼ καὶ σὲ ἀνασπάσω». Τοῦ δὲ πρὸς τὴν παραίνεσιν αὐτῆς ἑτοίμως ἐπακούσαντος, ἡ ἀλώπηξ ἀναλλομένη διὰ τῶν σκελῶν αὐτοῦ καὶ τῶν ὤμων καὶ τῶν κεράτων ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ φρέατος εὑρέθη καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο. Τοῦ δὲ τράγου μεμφομένου αὐτὴν ὡς τὰς ὁμολογίας ἀθετήσασαν, ἐπιστραφεῖσα εἶπε τῷ τράγῳ· «Ὦ οὗτος, εἰ τοσαύτας φρένας εἶχες ὅσας ἐν τῷ πώγωνί σου τρίχας, οὐ πρότερον κατεβεβήκεις πρὶν τὴν ἄνοδον ἐσκέψω».

Οὕτως καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς φρονίμους δεῖ πρότερον τὰ τέλη τῶν πραγμάτων σκοπεῖν, εἶθ’ οὕτως αὐτοῖς ἐγχειρεῖν.

[Μια αλεπού έπεσε μέσα σ’ ένα πηγάδι κι εγκλωβίστηκε εκεί. Τότε, ένας τράγος που διψούσε εμφανίστηκε κοντά στο πηγάδι. Σαν είδε την αλεπού να βρίσκεται στον πάτο τού πηγαδιού, τη ρωτά: «είναι καλό το νερό;». – «Πολύ καθαρό και δροσερό! Έλα να δοκιμάσεις κι εσύ!» απάντησε η αλεπού. Η πονηρή αλεπού θεώρησε μεγάλη εύνοια τής τύχης της την παρουσία τού τράγου σ’ εκείνο το μέρος, γιατί, βλέπεις, ήθελε να τον χρησιμοποιήσει για τη δική της σωτηρία.

Ο τράγος, εντελώς ασυλλόγιστα κι αστόχαστα, κατεβαίνει μέσα στο πηγάδι και πίνει νερό. Μετά συλλογιζόταν πώς να ανεβεί στην επιφάνεια τής γης.

Η αλεπού τού προτείνει: «έχω ένα πολύ καλό σχέδιο που είναι σωτήριο καί για τους δυο μας: θα στηρίξεις τα μπροστινά σου πόδια στα τοιχώματα τού πηγαδιού, θα έχεις τα κερατά σου σηκωμένα σε όρθια θέση, εγώ θα ανεβώ πάνω σου, θα πατήσω στα κέρατά σου, θα βγω στην επιφάνεια. Ύστερα θα σύρω κι εσένα έξω απ’ το πηγάδι».

Το σχέδιο τής αλεπούς φάνηκε στον τράγο πολύ καλό. Έτσι λοιπόν στήθηκε όρθιος, στηριζόμενος στα τοιχώματα τού πηγαδιού, η αλεπού ανεβαίνει πάνω του, και βγαίνει πάνω στην επιφάνεια τού εδάφους. Και παίρνει δρόμο και φεύγει.

Ο τράγος διαμαρτύρεται και φωνάζει: «σ’ έσωσα και τώρα με παρατάς!». – «Αν τα μυαλά σου ήταν τόσο πολλά όσα και τα γένεια σου, δεν θα κατέβαινες μέσα στο πηγάδι πριν σιγουρευτείς για το πώς θα βγεις».

Ομοίως και οι προνοητικοί άνθρωποι θα πρέπει να προβλέπουν την κατάληξη τών πραγμάτων πριν προβούν σε πράξεις.

Παροιμίες: «Δέκα μέτρα κι ένα κόβγε!», «Πρώτα συλλογίζου κι ύστερα κάμνε!». «Βουλεύου μὲν βραδέως» (Να σχεδιάζεις χωρίς βιασύνη) (Ισοκράτους, Πρός Δημόνικον, 34). «Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων» (Μη ζεις όπως λάχει! Ζύγιζε καλά και τα κοντινά και τα μακρινά!) (Μένανδρος 191). «Βραδέως ἐγχείρει· ὃ δ᾽ ἂν ἄρξῃ, διαβεβαιοῦ» (Μη βιάζεσαι να αναλάβεις κάτι· ό, τι όμως αρχίσεις, να μένεις σταθερός σ᾽ αυτό) (3.1.172ζ, Βίας Τευταμίδου Πριηνεὺς. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). Γνώμη Θεόγνιδος: «Βουλεύου δὶς καὶ τρίς, ὅ τοί κ' ἐπὶ τὸν νόον ἔλθῃ·/ἀτηρὸς γάρ τοι λάβρος ἀνὴρ τελέθει» (Θέογνις, Elegia st. 633-634 Diehl). «Μὴ σπεῦδ’, ἃ μὴ δεῖ, μηδ’, ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε» (Μην εκτελείς βιαστικά εκείνα που δεν πρέπει! Μήτε όμως να καθυστερείς εκείνα που πρέπει άμεσα να εκτελέσεις!) (Μένανδρος 344). Ιταλική: Chi va piano, va sano (Ο βαδίζων σιγά προχωράει ασφαλώς)].

QOSHE - Μύθοι Αισώπου μέρος 18ο - Λεωνίδα Πυργάρη
menu_open
Columnists Actual . Favourites . Archive
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close
Aa Aa Aa
- A +

Μύθοι Αισώπου μέρος 18ο

4 1
09.11.2023

Ναῦν ποτε μετὰ τῶν ἀνδρῶν βυθισθεῖσαν ἰδών τις ἀδίκως ἔλεγε τοὺς θεοὺς κρίνειν· δι’ ἕνα γὰρ ἀσεβῆ συναπώλοντο καὶ ἀναίτιοι. Ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος, μυρμήκων πολλῶν ὄντων ἐν τῷ τόπῳ ἐν ᾧ ἔτυχεν ἱστάμενος, συνέβη ὑφ’ ἑνὸς δηχθῆναι τοῦτον. Ὁ δὲ ὑφ’ ἑνὸς δηχθεὶς συνεπάτησε τοὺς πάντας. Ἑρμῆς δὲ ἐπιστὰς αὐτῷ καὶ τῇ ῥάβδῳ παίων εἶπεν· «Εἶτα οὐκ ἀνέχῃ σὺ τοὺς θεοὺς δικαστὰς εἶναι οἷος εἶ σὺ τῶν μυρμήκων;».

Ὅτι μηδεὶς θεοῦ βλασφημείτω, συμφορᾶς ἐπελθούσης, μᾶλλον δὲ σκοπείτω τὰς οἰκείας ἁμαρτίας.

[Ένας άνθρωπος κάποτε είδε ένα καράβι να βυθίζεται αύτανδρο, δηλαδή πήγε καρφωτό στον πάτο τής θάλασσας με όλους τούς επιβάτες του. Όταν αυτός λοιπόν είδε εκείνη τη σκηνή, κατέκρινε τούς θεούς πως είναι άδικοι απέναντι στους ανθρώπους: «θεοί, είστε πολύ άδικοι! Για έναν ασεβή επιβάτη, στείλατε στο βυθό τής θάλασσας τόσους αθώους ανθρώπους!».

Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, έλαχε, εκείνη τη στιγμή, στο σημείο που αυτός στεκόταν, να υπάρχει μια φωλιά μυρμηγκιών. Και συνέβη ένα μυρμήγκι απ’ όλα να τον τσιμπήσει. Τότε αυτός νευρίασε και τσαλαπάτησε με τα πόδια του όλη τη μυρμηγκοφωλιά!

Τότε ο Ερμής τού παρουσιάστηκε, τον χτύπησε με το ραβδί του και τού λέει: «ε, φίλε, «αγνέ και αναμάρτητε», εσύ, που κατακρίνεις τούς άδικους θεούς, γιατί κάνεις τα ίδια και χειρότερα στους μερμήγκους;».

Δίδαγμα: πολλοί ξέρουν να κρίνουν και να επικρίνουν τις ξένες υποθέσεις και να εκφέρουν αρνητική άποψη γι’ αυτές. Ωστόσο αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, στη σφαίρα τής ιδιωτικής τους ζωής, αποδεικνύονται τρισχειρότεροι από εκείνους που θέτουν στο στόχαστρό τους.

Παροιμίες: «Δε θωρεί η στραβή αγελά την αλετριά της, μόνο θωρεί τής αλλονής», «Δε βλέπει η καμήλα την καμπούρα της, μονάχα βλέπει την καμπούρα τής αλληνής», «Τα δικά μας τα κουσούρια είναι μαλακά σαν σύκα και των ξένων τα κουσούρια χαρχαλιούσι σαν καρύδια», «Αλεπού τα πέρα θώρει μα τα πόδια δεν εθώρει», «Βάνε τη μύτη σου στο γκώλο σου και μη μιλάς», «Ο χεσιάρης γελά με τον κλανιάρη». «τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 7. 3-5). Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ δοκὸν τὴν ἐν τῷ ἰδίῳ ὀφθαλμῷ οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς δύνασαι λέγειν τῷ ἀδελφῷ σου, ἀδελφέ, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου, αὐτὸς τὴν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου δοκὸν οὐ βλέπων; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 6. 41-42). «Ἅπαντές ἐσμεν εἰς τὸ νουθετεῖν σοφοί, αὐτοὶ δ᾽ ἁμαρτάνοντες οὐ γιγνώσκομεν» (Όλοι είμαστε σοφοί στο να δίνουμε νουθεσίες στους άλλους, όμως την ίδια στιγμή δεν βλέπουμε πως εμείς οι ίδιοι χρειαζόμαστε διόρθωμα από τις παρεκτροπές μας) (Μένανδρος 46-47). Λατινική γνώμη: Aliena enim vitia quisque reprendi mavult quam sua (Τα ξένα ελαττώματα ο καθένας προτιμά να επικρίνει παρά τα δικά του). Ισπανικές: El cojo le echa la culpa al empedrado./El mal escribano echa la culpa a la pluma (Η καμήλα δε βλέπει την καμπούρα της)].

Ἄνθρωπόν τις ἀποκτείνας ὑπὸ τῶν ἐκείνου συγγενῶν ἐδιώκετο· γενόμενος δὲ κατὰ τὸν Νεῖλον ποταμόν, λύκου αὐτῷ ἀπαντήσαντος, φοβηθεὶς ἀνέβη ἐπὶ δένδρου τῷ ποταμῷ παρακειμένου καὶ ἐκεῖ ἐκρύπτετο. Θεασάμενος δὲ ἐνταῦθα δράκοντα κατ’ αὐτοῦ διαιρόμενον, ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν καθῆκεν· ἐν δὲ τῷ ποταμῷ κροκόδειλος αὐτὸν κατεθοινήσατο.

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοῖς ἐναγέσι τῶν ἀνθρώπων οὔτε γῆς, οὔτε ἀέρος, οὔτε ὕδατος στοιχεῖον ἀσφαλές ἐστι.

[Ένας άνθρωπος διέπραξε ανθρωποκτονία. Και τον καταδίωκαν οι συγγενείς τού σκοτωμένου για να τον εκδικηθούν. Ο φονιάς ζήτησε καταφύγιο κοντά στον ποταμό Νείλο. Εκεί είδε έναν λύκο. Φοβήθηκε κι ανέβηκε σ’ ένα δέντρο στην όχθη τού ποταμού. Κι εκεί κρύφτηκε. Όμως πάνω στο δέντρο είδε ένα φίδι που ερχόταν καταπάνω του. Τότε, για να γλυτώσει, δίνει μια βουτιά και πέφτει στον ποταμό. Αλλά μέσα στον ποταμό ήταν ένας κροκόδειλος. Τον αρπάζει και τον τρώει.

Δίδαγμα: όποιος βάφει τα χέρια του με αίμα, είναι ανεπιθύμητος στο οποιοδήποτε μέρος τής γης. Δηλαδή ο ένοχος πουθενά δεν βρίσκει ψυχική ανάπαυση και γαλήνη. Καταδιώκεται πάντα από τις τύψεις του, έως ότου αποδοθεί δικαιοσύνη.

Παροιμία: «Έχει χεσμένες τις ποδιές του»].

Ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος, ἐπειδὴ ἀπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπηλπίσθη, τοῖς θεοῖς ηὔχετο ἑκατόμβην ποιήσειν ἐπαγγελλόμενος καὶ ἀναθήματα καθιερώσειν, ἐὰν ἐξαναστῇ. Τῆς δὲ γυναικὸς (ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα) πυνθανομένης· «Καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις;» ἔφη· «Νομίζεις γάρ με ἐξαναστήσεσθαι, ἵνα καὶ ταῦτά με οἱ θεοὶ ἀπαιτήσωσιν».

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ταῦτα ῥᾴδιον ἄνθρωποι κατεπαγγέλλονται ἃ τελέσειν ἔργῳ οὐ προσδοκῶσιν.

[Ένας άνθρωπος ήταν βαριά άρρωστος. Ταυτόχρονα ήταν και πολύ φτωχός. Οι γιατροί δεν του έδιναν ελπίδες να ζήσει. Τότε εκείνος παρακάλεσε τούς θεούς: «θεοί, θα σας θυσιάσω μια εκατόμβη (εκατό βόδια) και θα σας προσφέρω κι άλλα πολλά τάματα, αν με κάνετε καλά και ξανασταθώ στα πόδια μου!».

Η γυναίκα του, που στεκόταν δίπλα του, τον ρώτησε: «άντρα μου, όλα αυτά που τάζεις στους θεούς από πού θα τα βρεις για να τους τα προσφέρεις;». – «Γιατί; Σάμπως υπάρχει περίπτωση να ξανασταθώ στα πόδια μου,........

© ΑΛΗΘΕΙΑ


Get it on Google Play